Μια πικρή πραγματικότητα

2' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​«Οταν ζητάω βοήθεια από το νοσοκομείο μου, το οποίο είναι πανεπιστημιακή κλινική, και μου απαντούν “άμα δεν μπορείς να συντηρήσεις την κλινική πόνου, κλείσε την”, τότε γονατίζω. Η ανθρώπινη αντοχή και το πείσμα έχουν τα όριά τους. Ο,τι κάνουμε, το κάνουμε μόνοι μας. Επιπλέον, συνεχώς μας αφαιρούν προσωπικό, από νοσηλευτές μέχρι τραυματιοφορείς. Και στην παρηγορητική αγωγή και στην κατανάλωση οπιοειδών, που είναι δείκτες πολιτισμού, βρισκόμαστε τραγικά πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη».

Αυτά μου έλεγε το 2007 η αναισθησιολόγος Αθηνά Βαδαλούκα, εκ των δημιουργών της πρώτης κλινικής πόνου στο Αρεταίειο νοσοκομείο, που ήταν και η πρώτη που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα το 1989. Ετυχε να τη γνωρίσω καθώς είχα επισκεφθεί αρκετές φορές την κλινική πόνου με έναν δικό μου άνθρωπο, καρκινοπαθή στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας. Αναζητούσε όχι μόνο ανακούφιση από τους φρικτούς πόνους, αλλά και κάποια παρηγοριά. Λίγη δύναμη, που μόνο ένας ειδικός μπορεί να δώσει σε κάποιον με βαριά ασθένεια και προδιαγεγραμμένη πορεία, μήπως καταφέρει να «μεταβολίσει» τον πόνο, μήπως μπορέσει να διαχειριστεί τον επερχόμενο θάνατο. Θυμάμαι την προσπάθεια που κατέβαλε το προσωπικό, τη μάχη που έδινε καθημερινά για να περιθάλψει και να στηρίξει ανθρώπους συντετριμμένους και ανήμπορους. Πολλοί από τους εργαζομένους στις κλινικές πόνου ήταν εθελοντές. Ενώ στα περισσότερα νοσοκομεία που διέθεταν κλινικές πόνου, όπως μου είχαν πει τότε, δεν υπήρχε οργανική θέση ψυχολόγου.

Δώδεκα χρόνια μετά, θα περίμενε κανείς ότι η πολιτεία θα είχε κάνει πολύ περισσότερα για τους ανθρώπους με ανίατες ασθένειες, φροντίζοντας όχι μόνο για την ανακούφιση από τον πόνο, αλλά και για τα πνευματικά και συναισθηματικά δικαιώματά τους.

Ομως, σήμερα η κατάσταση είναι ίδια και χειρότερη, καθώς στην αδράνεια και την αδιαφορία προστέθηκε και η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, η διάλυση δομών υγείας, η περαιτέρω υποστελέχωση. Η παροχή υπηρεσιών ανακουφιστικής φροντίδας παραμένει σε μεγάλο βαθμό εθελοντική υπόθεση, στον δημόσιο τομέα είναι διαθέσιμες μόλις εννέα κλίνες για την αντιμετώπιση σοβαρών συμπτωμάτων ασθενών που υποφέρουν, ενώ υπολογίζεται ότι μόλις το 10% των περίπου 130.000 ασθενών με πόνο λαμβάνει ανακούφιση. Και σαν να μην είναι αρκετά όλα αυτά, η πρόσβαση των ασθενών με πόνο σε οπιοειδή φάρμακα εμποδίζεται από το νέο πλαίσιο ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, το οποίο βάζει περιορισμούς είτε στην ειδικότητα του γιατρού είτε στις δόσεις που μπορεί να συνταγογραφήσει.

Την πικρή αυτή πραγματικότητα αποτύπωσε πρόσφατη μελέτη του υπουργείου Υγείας, η οποία πραγματοποιήθηκε χάρη στην οικονομική στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Είναι μια ντροπιαστική διαπίστωση, μια ηχηρή αποτυχία της πολιτείας που, αδυνατώντας να προσφέρει παρηγορητική αγωγή και ανακουφιστική φροντίδα, αρνείται ουσιαστικά να προσφέρει στους ανθρώπους με ανίατες ασθένειες αξιοπρέπεια και μια ειρηνική έξοδο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή