Ψεύδος ως συνήθεια
Οι Ρουμάνοι πυροσβέστες που μας «έβαλαν τα γυαλιά», αλλά τελικά δεν μας τα έβαλαν και τόσο, οι ανεμογεννήτριες που αποτελούσαν τον απώτερο στόχο της καταστροφής, αλλά τελικά δεν χρειάζονται καταστροφή για να εγκατασταθούν, και οι φιλήσυχοι πολίτες που είδαν τις περιουσίες τους να καίγονται επειδή δεν είχαν πολιτικό μέσο, αλλά τελικά πολιτικό μέσο δεν τους ζητήθηκε, είναι συμπτώματα ενός μεγάλου προβλήματος που ακόμη δεν έχουμε πάρει στα σοβαρά: οι ψευδείς ειδήσεις μέρα με τη μέρα γιγαντώνονται όχι ως άκακες εκδηλώσεις κουταμάρας, αλλά ως υποκατάστατα των αληθινών. Αν μέχρι πριν από λίγο καιρό το πρόβλημα ήταν η ποιότητα μετάδοσης των ειδήσεων, πλέον ζούμε τον εκφυλισμό του προηγούμενου προβλήματος. Οι αληθινές ειδήσεις δεν μας αφορούν. Επιλέγουμε να πιστέψουμε αυτό που μας αρέσει.
Ο τρίτος δρόμος
Συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι τα fake news είναι προϊόντα δράσης ατόμων με δόλο. Οτι υπάρχουν άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων που όταν θέλουν να πλήξουν κάποιον, τον κατασυκοφαντούν, γνωρίζοντας ότι λένε ψέματα, μέχρι να πετύχουν έναν ορισμένο σκοπό, πολιτικό ή άλλο. Αλλοτε πάλι πηγαίνουμε στο αντίθετο άκρο και θεωρούμε ότι τα fake news παράγονται ή διακινούνται από αφελείς τύπους χωρίς ιδιαίτερη εξυπνάδα και μόρφωση, που πιστεύουν ό,τι ακούνε, εξαπατώνται πανεύκολα και διαιωνίζουν ακουσίως και βλακωδώς το ψεύδος. Τα παραπάνω μπορεί να ισχύουν σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν είναι απόλυτες αλήθειες. Δυστυχώς, το ζήτημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο.
Επικίνδυνη μετάλλαξη
Αν τα fake news οφείλονταν, μανιχαϊστικά, είτε στους απόλυτα κακοπροαίρετους είτε στους απόλυτα αφελείς, τότε θα καταστρέφονταν ολοσχερώς μόλις η αλήθεια αποκαλύπτονταν. Οι μεν συνειδητοί ψεύτες θα γίνονταν ρεζίλι και θα γυρνούσαν στην τρύπα τους, οι δε αφελείς θα παραδέχονταν το λάθος τους και ίσως και να διορθώνονταν λιγάκι. Στην πραγματικότητα, όμως, ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις ατόμων, των οποίων η ηθική στάση απέναντι στο ψέμα είναι τουλάχιστον ξεκάθαρη (το λένε επίτηδες ή δεν το διακρίνουν καν), υπάρχει και μία ακόμη περίπτωση: οι άνθρωποι που δεν τους νοιάζει αν αυτό που λένε είναι αληθές ή ψευδές. Απλώς αδιαφορούν. Υιοθετούν ή αποκηρύσσουν, επιτίθενται ή υπερασπίζονται, προπαγανδίζουν ή αποσιωπούν, βασιζόμενοι στο συναίσθημα της στιγμής, στη χρόνια προκατάληψή τους, στην ιδεολογία, στις φιλίες, στις έχθρες ή απλώς στα γούστα τους. Κάθε μέρα είναι και μια άσκηση στη μυθοπλασία.
Παιδαγωγική του Τύπου
Η στροφή ολοένα και περισσότερων ανθρώπων στο ψέμα και στη δημιουργικά αυθαίρετη ερμηνεία των καταστάσεων σχετίζεται ασφαλώς με τον παραδοσιακό ρόλο του Τύπου στη χώρα. Ελλειψη δεοντολογίας, ασοβαρότητα, κιτρινισμός, υπερβολές και λαϊκίστικοι συναισθηματισμοί έχουν εκπαιδεύσει τον κόσμο να προσλαμβάνει τις ειδήσεις με όρους σαπουνόπερας: στις πολιτικές κρίσεις πρέπει να υπάρχει ένας προδότης. Στα οικονομικά προβλήματα, μια παγκόσμια συνωμοσία. Στην επίκαιρη περίπτωση της καταστροφικής πυρκαγιάς, ένα δράμα προς πώληση. Σημασία έχει μόνον η δύναμη του θεάματος και οι συνακόλουθες κατάρες. Τα βαθύτερα αίτια, οι χρόνιες κρατικές και κοινωνικές ανεπάρκειες και το πρακτικό σκέλος της κατάσβεσης, αποτελούν αντιδημοφιλείς παραμέτρους. Ετσι, το βάρος πέφτει στα δάκρυα, στις φωνές, στην πορνογραφία του ολέθρου: στις κρίσιμες στιγμές, κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες εμπορεύονται την τραγωδία και εθίζουν τον κόσμο σε ένα παρόμοιο εμπόριο θυμού και πόζας, το οποίο σταδιακά απομακρύνει την κοινή γνώμη από τα γεγονότα και την αλήθεια.
Επιστροφή στον πραγματισμό
Στην Ελλάδα, οι πολίτες χρειάζεται να πιστέψουν εκ νέου στους θεσμούς. Σε αρχές και μηχανισμούς, δηλαδή, που έχουν αρμοδιότητα, τεχνογνωσία και ευθύνη (συμπεριλαμβανομένου και του παράγοντα της λογοδοσίας) να τους προστατεύσουν από τον κίνδυνο. Για να πιστέψει όμως κανείς στους θεσμούς και όχι σε ψέματα, πρέπει οι θεσμοί να υπάρχουν και να λειτουργούν ως τέτοιοι – όχι ως χαρτοφυλάκια «προσωπικοτήτων». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ αντιλαμβάνεται την έννοια του μοντέρνου, αποτελεσματικού κράτους –προς τα εκεί συντείνει, άλλωστε, η όλη «επιτελική» φιλοσοφία του– δείχνει μια περίεργη προσκόλληση στον προσωποπαγή χαρακτήρα του. Από την ειδική γραμματέα Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, η οποία προέκυψε σαν δώρο που δεν ξέραμε ότι χρειαζόμαστε, για να οικειοποιηθεί (γιατί άραγε;) αρμοδιότητες άλλων, μέχρι τον άμεμπτο Χρυσοχοΐδη και τη μυστηριωδώς πανίσχυρη Μενδώνη, που δεν φταίνε ποτέ για τίποτα, οι θεσμοί επί Νέας Δημοκρατίας αφορούν περισσότερο τη βιτρίνα τους παρά την ικανότητά τους να εμπνέουν εμπιστοσύνη ως σύνολα ιδεών, εσωτερικών διεργασιών και δράσεων.
Αντιπολίτευση αγνοείται
Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση όχι απλώς δεν κατανοεί τους κινδύνους των fake news, αλλά παίζει με αυτά και πάνω σε αυτά. Οπως πάντα, ο σκοπός γι’ αυτήν αγιάζει τα μέσα και η εξουσία πάση θυσία είναι πρωταρχικό της μέλημα, ακόμη και αν δεν έχει τι να την κάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, εξαντλεί την ενέργειά του σε απόπειρες σαμποτάζ κατά της κυβέρνησης, καταλήγοντας να υπονομεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί οι επιδοκιμασίες του Αλέξη Τσίπρα προς όσους αγνοούν τις οδηγίες εκκένωσης περιοχών που κινδυνεύουν από τις φωτιές, η συστράτευση στελεχών της παράταξης με στρατιές χυδαίων διαδικτυακών τρολ και η λύσσα για εθνική ζημιά μπορεί κάποτε να φανούν εκλογικά αποδοτικές, αλλά δεν κομίζουν κανένα δώρο διαρκείας. Μόνο δυστυχία για όλους.