ΔΙΑΤΑΣΕΙΣ

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παραμορφωτικοί φακοί

Η σχέση των Ελλήνων με την αστυνομία είναι μια σχέση αγάπης και μίσους. Μια κρίσιμη μερίδα πολιτών έχει προαποφασίσει να βλέπει τα όργανα επιβολής του νόμου μέσα από ένα μανιχαϊστικό δίπολο δογματικών προκαταλήψεων. Οι μεν φαντασιώνονται τους αστυνομικούς ως τιμωρούς-εξολοθρευτές που πληρώνονται για να εκτονώνουν τη λαϊκή ανάγκη για εκδίκηση και αίμα: «θα πάρω την αστυνομία», «θα φωνάξω να σε μαζέψουνε», «θα δεις τι θα πάθεις». Το σώμα ασφαλείας ως κινηματογραφική προβολή. Οι δε βλέπουν την αστυνομία με τα μάτια τού κατά φαντασίαν διωκομένου, σαν άτυπη συνέχιση ενός εφηβικού μοτίβου συγκρουσιακής διαλεκτικής: ο κακός ενήλικος και ο αγαθός ανήλικος, ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος, το σύστημα και το αντισύστημα. Μοιραία, η αστυνομία αναπαράγει βιωματικά την απλουστευτική εικόνα που αναπτύσσουν οι πολίτες γι’ αυτήν. Γίνεται το στερεότυπο του εαυτού της και αδυνατεί να κάνει σωστά τη δουλειά της.

Ελέφαντας στο δωμάτιο

Οποια κι αν είναι η κρίση της Δικαιοσύνης για όσα συνέβησαν στο Πέραμα, το αιματηρό περιστατικό ανέδειξε για πολλοστή φορά τις παθογένειες που μαστίζουν την Ελληνική Αστυνομία: έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού, ασαφή πρωτόκολλα, προβληματική εκπαίδευση. Ενα περιβάλλον σαν μία ακόμη δημόσια υπηρεσία, όπου τα περισσότερα πράγματα γίνονται στο περίπου. Ενας νέος με κλεμμένο αυτοκίνητο δεν θα έπρεπε να είναι πρόβλημα που καταλήγει σε θάνατο. Δεν θα έπρεπε να είναι μια τόσο δυσεπίλυτη κρίση για μια δύναμη που υποτίθεται ότι ειδικεύεται στο να διαχειρίζεται κρίσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτήν. Οι ερμηνείες προθέσεων και πράξεων του νεκρού και των αστυνομικών είναι αυθαίρετες χωρίς ακριβή στοιχεία και πραγματικά δεδομένα, όμως το αποτέλεσμα από μόνο του είναι ανησυχαστικό: ένα ολόκληρο Σώμα με γνωστική κατάρτιση, επαγγελματικό εξοπλισμό και τον νόμο στα χέρια του δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο να ελέγξει, χωρίς απώλειες, μια από τις πιο κοινότοπες μορφές εγκλήματος;

Πρόβλημα στα θεμέλια

Αν εξαιρέσουμε τους κακοποιούς, η Αστυνομία έχει ουσιαστικά τρεις μεγάλους εχθρούς: τις μάζες που παρεξηγούν ή αρνούνται τον ρόλο της, τους πολιτικούς ιθύνοντες που τη μεταχειρίζονται με αστόχαστους όρους επαμφοτερίζοντος επικοινωνιακού συμφέροντος και τον ίδιο της τον εαυτό που παραπαίει υπό το βάρος της σύγχυσης και του σαμποτάζ. Η προσδοκία της ορθής λειτουργίας της ΕΛ.ΑΣ. είναι ουτοπική· αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει καν συναίνεση επί των βασικών ιδιοτήτων της: Σημαντική μερίδα ανθρώπων πιστεύει ότι η αστυνομία δικαιούται να μετέρχεται κάθε μέσο προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της, αδιαφορώντας για τον νόμο, την αρχή της αναλογικότητας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η δράση της αστυνομίας είναι γι’ αυτήν συνισταμένη της λαϊκής οργής – σχηματοποιείται μέσα από την τύρβη των αγανακτισμένων φωνακλάδων. Οι αριστερές πτέρυγες, από την άλλη, εχθρεύονται την αστυνομία ιδεολογικά κι εξ ορισμού. Η έχθρα μεταμφιέζεται σε ανθρωπιστική ένσταση, αλλά στην πραγματικότητα συνιστά αξιωματική θέση: το δικαίωμα της αστυνομίας στη νόμιμη βία απλώς δεν αναγνωρίζεται. Τελικά, η αστυνομία παραδίδεται στη μετριότητα γιατί η πλειοψηφία δεν θέλει κάτι καλύτερο από αυτήν και η πολιτική ηγεσία δεν έχει κανένα κίνητρο να αλλάξει την κατάσταση.

Υποπτη ολιγωρία

Η κυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες για τη γενικευμένη κατάσταση ανομίας που επικρατεί. Από τη θανατηφόρα συμπλοκή στο Πέραμα μέχρι τον ξυλοδαρμό του νεαρού φοιτητή στο ΟΠΑ πριν από μερικές εβδομάδες, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ποικιλία επιπτώσεων ερασιτεχνισμού, αδιαφορίας και πολιτικής ατολμίας. Η αστυνομία μοιάζει αμήχανη· ικανή να ενεργεί μόνο υπερβάλλοντας ή παραλείποντας – ποτέ με υπολογισμένη αποτελεσματικότητα. Η πολιτική αιτιότητα είναι φανερή: οι αστυνομικοί δέχονται άνωθεν εντολές να απόσχουν από την καταδίωξη εγκληματιών που δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις τους, δήθεν προς αποφυγή τραυματισμού, λες και δίνοντας στους εγκληματίες το ελεύθερο να συνεχίσουν τη δράση τους δεν επιτείνουν τον ήδη υπάρχοντα κίνδυνο. Οταν τελικά αποφασίζουν να τους καταδιώξουν, τα κάνουν μαντάρα. Ο υφυπουργός Παιδείας «εκφράζει τη συμπαράστασή του» προς τον δαρμένο φοιτητή, ενώ στο πανεπιστήμιο μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι οι τραμπούκοι-εγκληματίες και η αστυνομία στέκεται απέξω στωικά αδρανής. Τίποτα δεν βγάζει νόημα κι όμως κατά κάποιον τρόπο όλα εξηγούνται.

Εσφαλμένες εκτιμήσεις

Τελευταία, στο Μαξίμου φαίνεται να ευδοκιμεί μια στρεβλή αντίληψη περί τήρησης ισορροπιών και μετριοπάθειας, η οποία σε πρακτικό επίπεδο παραπέμπει περισσότερο σε ένα είδος ακυβερνησίας, κόπωσης και εγκατάλειψης του παιχνιδιού παρά σε οτιδήποτε άλλο. Η Ν.Δ. φέρεται σαν να προσπαθεί να κατευνάσει μια οργή που δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, τουλάχιστον όχι εκεί που την ψάχνει. Η Αριστερά, που βλέπει παντού διώξεις και καταστολές, δεν είναι αντιπροσωπευτικό κομμάτι της κοινωνίας και είναι λάθος να λαμβάνεται υπόψη ως τέτοιο. Οι φαντασιώσεις αστυνομοκρατίας αποτελούν στην ουσία συναισθηματικό τακτικισμό που βγαίνει από το συρτάρι ανά διαστήματα, χωρίς να αποτελεί επίκαιρο και αξιόπιστο κοινωνικό δείκτη. Είναι σαν τις χιλιοπαιγμένες επαναλήψεις των τηλεοπτικών σίριαλ. Και ο χυδαίος προσεταιρισμός της οικογένειας του νεκρού μπροστά στις κάμερες εν είδει αντιπολίτευσης είναι κι αυτός ένας άχαρος ρόλος παλαιοτηλεοπτικής ηθικής κι αισθητικής, που πλέον δεν αφορά κανέναν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή