Ανάμεσα σε κοραϊκά «κλαψοπούλια» και «θετική σκέψη»

Ανάμεσα σε κοραϊκά «κλαψοπούλια» και «θετική σκέψη»

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καλό είναι το δόγμα περί «θετικής σκέψης», όχι όμως και πανίσχυρο ξόρκι ή μαγικό ικανό ν’ αλλάξει μεμιάς τη συνθήκη του ατομικού και συλλογικού μας βίου. Παρά τον εορταστικό διάκοσμο λοιπόν και το ψυχοτρόπο ή αναβολικό των ευχών, καταπονημένοι και αποκαρδιωμένοι αποχαιρετάμε τον χρόνο που λήγει· τον ξαποστέλνουμε μάλλον παρά τον ξεπροβοδίζουμε. Και με βαριά καρδιά, που δεν κατορθώνει να την ανακουφίσει το έθιμο της προσδοκίας, ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το νέο έτος. Και μόνο τη δυσβάσταχτη κληρονομιά που θα φορτωθεί το 2015 αν μετρήσουμε, ποια σκυτάλη τού παραδίδει η κρίση, θα δυσκολευτούμε να πείσουμε εαυτούς και αλλήλους ότι θα είναι αίσιον και ευτυχές. Χρήσιμο όπλο ο οπτιμισμός, σίγουρα. Αναγκαία η βελτιοδοξία. Αλλά καταστροφικές οι αυταπάτες. 

Φυσικά και θα θέλαμε να πιστέψουμε πως η μικρότατη βελτίωση σε κάποιους δείκτες της οικονομίας, που διατυμπανίζεται από τους κυβερνητικούς εκπροσώπους και τους «γυάλινους» κατασκευαστές της κοινής γνώμης (μειώθηκε λέει η ανεργία κατά 0,04%, ή κάτι τέτοιο, όταν ερωτοτροπεί επί χρόνια με το 30%, για δε τους νέους είναι υπερδιπλάσια), σημαίνει ότι κάτι πάει ν’ αλλάξει. Μολαταύτα η διάψευση έρχεται ακαριαία – και είναι χειροπιαστή: Δεν υπάρχει σπιτικό (εξαιρουμένων όσων ανέκαθεν εξαιρούνται, απολαμβάνοντας τον ασφαλή παράδεισό τους) που να μην είδε να μειώνονται τα έσοδά του κατά 40% ή 50%· ακόμα και περιπτώσεις μηδενισμού τους υπάρχουν, και όχι λίγες. Και δεν υπάρχει οικογένεια που να μην είδε ταυτόχρονα να αυξάνονται κατακόρυφα τα έξοδά της: φόροι και άλλοι φόροι, αύξηση στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών αντί μειώσεως, συν το επιπλέον κόστος που επιβαρύνει τον καθένα μας λόγω της διάλυσης του κοινωνικού κράτους.

Μα μιζέρια χρονιάρες μέρες, θ’ ακουστεί ίσως ο αντίλογος, εξωτερικός και εσωτερικός, και ας επιχειρεί να τον πνίξει η «εθνική κατάθλιψη» που μας έχουν αποδώσει αρμόδια ιατροπολιτικά χείλη. Ποιος ξέρει. Μπορεί να είχε δίκιο ο Αδαμάντιος Κοραής. Και να είμαστε όντως «κλαψοπούλια», όπως έλεγε «χαριεντιζόμενος», και όπως θύμιζε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο διάσημο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή λέξις “τραγουδώ”; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως», του 1859. Διατεινόταν εκεί ο Λευκαδίτης πως «η Μούσα του ελληνικού λαού κατ’ έμφυτον διάθεσιν πέφυκεν ελεγειακή και ετοιμόδακρυς». Αυτή η άποψη λατρεύτηκε σαν δόγμα από κατοπινούς λογίους, που το εφάρμοσαν άτσαλα και βιαστικά στο σύνολο της κοινωνίας, όχι μόνο στη λογοτεχνική μερίδα. Και παραμένει πρώτο άρθρο στο Σύμβολο Πίστεως όσων πρεσβεύουν πως η Ελλάδα είναι ανίατα διαβρωμένη από κάποιο ανατολίτικο πνεύμα και κρίνουν πως οι δοξολογημένες «μεταρρυθμίσεις» πρέπει ν’ αρχίσουν από τον ψυχισμό μας. Αλλά ποιος αποφάσισε ότι μόνο δύο τρόποι είναι πρόσφοροι, του μιζεραμπιλιστή και του χαζοχαρούμενου;

Εστω. Μπορεί να γκρινιάζουμε περισσότερο από τους Κεντροευρωπαίους. Να είμαστε πιο παραπονιάρηδες από τους Βόρειους. Μπορεί να είμαστε μιζερολάγνοι και εθελοντικά αιχμάλωτοι του πεσιμισμού, όπως καταγγελλόμαστε άλλωστε από «νηφάλιους» και «πραγματιστές». Μολαταύτα, η απαισιοδοξία που κατέγραψε το πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, όσο φουσκωμένη από τον διάχυτο θυμό κι αν θεωρηθεί ή από τη ροπή μας προς την απολυτότητα, ανταποκρίνεται σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα. Και παραμένει ένας κοινωνικός δείκτης, που πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τους πάντες. Και όχι μόνο τους πολιτικούς.

Στο Ευρωβαρόμετρο του Νοεμβρίου, λοιπόν, οι 75 στους εκατό Ελληνες δηλώνουν απαισιόδοξοι ως προς την προοπτική της οικονομίας τους και του νοικοκυριού τους. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος; 32%… Να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στους 75 κυκλοφορούν και πέντε ή δέκα «κλαψοπούλια»; Ας το υποθέσουμε. Και πάλι όμως το πεδίο δεν αποκτά φωτεινότερα χρώματα. Και εξακολουθεί να εκπέμπει ένα βαρύ μήνυμα, που αναζητά παραλήπτες και επιμελείς αναγνώστες. Ειδικά όσον αφορά τους συγκυβερνώντες, η γενικευμένη απογοήτευση, απόρροια της ασφυκτικής καθημερινότητας, θα έπρεπε να έχει ήδη στερήσει τον ύπνο των υπάτων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, η αξιοπιστία των οποίων καταγράφεται καταβαραθρωμένη. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την κυβέρνηση, λόγω του αλλοπροσαλλισμού της προφανώς, της ευκολίας με την οποία μεταστρέφεται από το «κάθετο όχι» στο «ναι» και της συμμόρφωσής της στις απαιτήσεις των πιστωτών-επιτηρητών, την εμπιστεύεται μόλις το 89% των Ελλήνων. Ούτε καν ο ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους των «γαλάζιων» και των «πράσινων» τον Ιούνιο του 2012 (θυμίζω: 29,66% και 12,28 αντίστοιχα, το όλον 41,94%). Και μόνον αυτός ο δείκτης θα έπρεπε να τους είχε αποσπάσει από τον φωτεινό κόσμο που έχει κατασκευάσει η φαντασία τους για να ξεγελιούνται και να ξεγελούν.

Αλλά και της αντιπολίτευσης τα κόμματα οφείλουν να δουν το σήμα της απαισιοδοξίας με αυτοκριτική διάθεση. Και να το συσχετίσουν και με το χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης που τρέφει το κοινό προς τα κόμματα συνολικά, προς το πολιτικό μας σύστημα εν γένει: μόλις 8%. Πολύ πολύ χαμηλότερο δηλαδή από το άθροισμα των ποσοστών των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, εξαιρουμένου του χρυσαυγίτικου. Η δυσπιστία, που δεν της λείπει η όρεξη ερωτοτροπίας με τον μηδενισμό, αδιαφορεί για τις λεπτές διακρίσεις· καίει τα ξερά μαζί τα χλωρά, καταλήγοντας εύκολα στο καταφανώς άδικο και ισοπεδωτικό συμπέρασμα πως «όλοι είναι ίδιοι, κι όλοι άθλιοι». Οι άκριτες γενικεύσεις, όπως ξέρουμε, και ο φανατικός μανιχαϊσμός είναι γνωρίσματα του λαϊκισμού. Και συχνά, συχνότατα, ο «λαός», όταν περιπίπτει στο αμάρτημα της αυτοκολακείας, είναι ο δεινότερος λαϊκιστής.

Ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί παρά να αναρωτιούνται και να μελαγχολούν για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο υψηλό δημοσκοπικό ποσοστό τους και στο ψυχικό κλίμα που αποτυπώνεται στο Ευρωβαρόμετρο. Ενώ, δηλαδή, αν επαληθευτούν τα γκάλοπ, θα πρωτεύσει στις εκλογές και πιθανότατα θα κυβερνήσει ένα κόμμα με πρόγραμμα ανατρεπτικό, ριζοσπαστικό και με πολλές τις έως τώρα υποσχέσεις του, ούτε σαφές κοινωνικό ρεύμα υπέρ του διακρίνεται ούτε ιδιαίτερος ενθουσιασμός καταγράφεται. Αυτός είναι ο πραγματικά σοβαρός σύμμαχος που λείπει από τον ΣΥΡΙΖΑ· η νίκη του αντιμετωπίζεται σαν μοιραία, όχι σαν αναστατική.

Να ευχηθούμε, καταλήγοντας, να λείψουν επιτέλους τα ευρωβαρομετρικά χαμηλά; Μία παραπάνω ευχή δεν έβλαψε ποτέ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή