ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΜΙΑΣΜΑ Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ: Επί τω νέω έτει η Α.Μ. ο Βασιλεύς απηύθυνε το ακόλουθον διάγγελμα προς τον ελληνικόν λαόν: « […] Εις δυσκόλους στιγμάς εχρειάσθη να λάβω σοβαράς αποφάσεις διά να εξασφαλισθή η γαλήνη και η πρόοδος του ελληνικού λαού εν μέσω περιπετειών και κινδύνων. Με λύπην μου κατά το λήγον έτος παρετήρησα τον υγιή και δημιουργικόν πολιτικόν διάλογον μεταβαλλόμενον εις εμπάθειαν και διαστρέβλωσιν της αληθείας. Η διαστρέβλωσις της αληθείας εγένετο επίσης συστηματικώς και από τους ωργανωμένους εσωτερικούς εχθρούς του Εθνους. Επιθυμώ να γνωρίζετε πάντες ότι βλέπω όλους τους Ελληνας, τα εθνικά κόμματα, με την αυτήν αγάπην, και εις τας σκέψεις και ενεργείας μου έχω ανά πάσαν στιγμήν ως οδηγόν το Σύνταγμα, διά την εξασφάλισιν της τηρήσεως του οποίου είμαι τεταγμένος. […] Η ευθύνη όλων μας θα είναι μεγίστη εάν χαλαρώσωμεν και επ’ ελάχιστον την προσοχήν και την δραστηρίαν επαγρύπνησιν διά την προστασίαν του δημοκρατικού ημών πολιτεύματος από των εσωτερικών εχθρών του Εθνους. Ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος εμπνεόμενον και κινούμενον έξωθεν. Η ηθική του είναι το ψεύδος και η προδοσία. Μολύνει και καθιστά ανύποπτον εχθρόν της Πατρίδος πάντα ερχόμενον εις επαφήν με αυτόν, άτομον ή ομάδα, πάντα καλόν Ελληνα, μη διαβλέποντα τον κίνδυνον. […].»
Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΚΛΟΓΑΣ: Εις το μήνυμά του επί τω νέω έτει ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου κ. Γεώργιος Παπανδρέου ομιλεί περί βαρείας κληρονομίας, διότι άλλος κυβερνά την χώραν. Αφού επαναλαμβάνει όλα τα γνωστά περί «προδοσίας», προσπαθείας της Αυλής προς διάσπασιν της Ενώσεως Κέντρου και περί «Κίρκης της Αυλής», παρατηρεί ότι η ΕΡΕ είναι συμπολίτευσις και αντιπολίτευσις συγχρόνως. […] Απευθυνόμενος προς τον Ανώτατον Αρχοντα ο κ. Παπανδρέου προβάλλει και πάλιν το αίτημα των εκλογών, όχι ως ιδικόν του, αλλ’ ως αίτημα του λαού, επιδεικνύων ενδιαφέρον διά την ομαλήν λειτουργίαν της βασιλευομένης δημοκρατίας. Ως λόγον της μη διεξαγωγής εκλογών «καθορίζει» τον φόβον των «αποστατών» και της ΕΡΕ, την οποίαν επιμένει να χαρακτηρίζει συνένοχον […]. Προσθέτει δε ότι όσον ο χρόνος παρέρχεται όχι μόνον δεν πραγματοποιείται η εκτόνωσις των πολιτικών παθών, αλλ’ απεναντίας εντείνεται το πείσμα.