Αν επιλέγουμε να μιλήσουμε για έναν ζωγράφο, με αφορμή μια έκθεση και μια ταινία, παραμονή των κρίσιμων εκλογών για τη χώρα, δεν είναι για να αποφύγουμε τα διλήμματα. Αυτά ούτως ή άλλως δεν εξαντλούνται ποτέ. Ο Ουίλιαμ (Τζόζεφ Μάλορντ) Τέρνερ, από τους μεγαλύτερους Αγγλους τοπιογράφους, προσφέρει τη δική του προσέγγιση της ζωής και της πολιτικής, αρκεί να είναι κανείς ανοικτός στις αναγνώσεις μέσα από πιο παράδοξες διαδρομές.
Η έκθεση ολοκληρώνεται σήμερα στην Tate Britain του Λονδίνου και έχει ως τίτλο και υπότιτλο: «Late Turner – Painting set free». Προβάλλει τον Τέρνερ των τελευταίων χρόνων (από το 1835 που γίνεται 60 χρόνων, έως τον θάνατό του το 1851), συνθέτοντας το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη που στο διάστημα αυτής της 15ετίας απελευθερώνεται (αναφορά στο set free) πλήρως από τη συμβατική αισθητική, τις βικτωριανές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, αφήνοντας να αναδυθεί ένας εξαιρετικά εφευρετικός και αυθεντικός δημιουργός, ο οποίος όχι απλώς υποδέχεται αλλά και συμπορεύεται με τη νέα εποχή, τις εφευρέσεις και τις ιδέες της. Κάπως έτσι.
Η ταινία «Ο κύριος Τέρνερ» του Μάικ Λι συνεχίζει να προβάλλεται, για τρίτη εβδομάδα, στις αίθουσες. Συνταιριάζοντας τα έργα της έκθεσης με τα ψυχικά και εικαστικά τοπία της ταινίας, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί αυτός ο ζωγράφος του φωτός και του νερού μπορεί να «επικοινωνεί» με ένα κοινό ανομοιογενές ηλικιακά και, ενδεχομένως, κοινωνικά.
Αρχές Γενάρη στην Tate Britain η προσέλευση είναι πυκνή αλλά ελεγχόμενη. Οι έξι ενότητες στις οποίες έχει χωριστεί η δουλειά του Τέρνερ φιλοξενούνται σε ισάριθμες αίθουσες με διαφορετικό χρώμα στους τοίχους της η κάθε μία. Μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι, ένας νεαρός πανκ, τουρίστες από ανατολικές χώρες, μια Πολωνέζα δίπλα μου αναλύει τον ζωγράφο στον Βρετανό συνοδό της, επισκέπτες που δεν τους συνδέει τίποτα άλλο μεταξύ τους εκτός από ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο όταν διασταυρώνονται, φροντίζοντας να μην παρεμποδίζει ο ένας την απόλαυση ή περισυλλογή του άλλου. Υπάρχει κάτι ανάλαφρο στον χώρο, μια έλλειψη βαρύτητας. Λες και η τάση του Τέρνερ για το διάφανο, αυτή η διάλυση της φόρμας σε χρώμα και φως, η «μορφοποίηση» του τοπίου μέσα από τις ατμοσφαιρικές μεταβολές, την αιχμαλωσία του στιγμιαίου, να επιβάλλει τη δική της συνθήκη θέασης. Αυτός ο ιμπρεσιονιστής πριν από τον ιμπρεσιονισμό, ο παθιασμένα φιλοπερίεργος, ο εξαντλητικά επίμονος ταξιδιώτης, ο θαυμαστής του ατμού και της φωτογραφίας (μόλις είχαν ανακαλυφθεί), με την απόλυτη εξάρτηση από τη θάλασσα (μοναδικός στο να αποδίδει «that real sea feeling»), τι άνθρωπος ήταν;
Η κινηματογραφική αίθουσα στην Αθήνα είναι σχεδόν γεμάτη στην απογευματινή προβολή της προηγούμενης Κυριακής, με κοινό στην πλειονότητα μεσήλικες. Ο εξαιρετικός Βρετανός ηθοποιός Τίμοθι Σπολ υποδύεται έναν αλλόκοτο καλλιτέχνη. Ζωώδη -γρυλίζει παρά μιλάει- που βυθίζεται στον καμβά, σε μια σωματική σχέση με τα χρώματα και την εργασία του ζωγράφου, κάνει περίεργες γκριμάτσες, είναι, όπως έγραψε ο ίδιος και για τα έργα του, «ένα παράξενο πράγμα». Οπως όλοι οι πρωτοπόροι, προκαλούσε ειρωνικά σχόλια, χλευασμό, παρερμηνευόταν, ενώ η ριζοσπαστική προσέγγισή του στο τοπίο άφηνε τους κριτικούς αμήχανους αν όχι επιθετικούς απέναντί του. Ομως, εκείνος προχωρούσε, δοκίμαζε, ανέτρεπε, αμφισβητούσε, οραματιζόταν, εξελισσόταν. Με κόστος. Οσο μεγάλωνε γινόταν πιο τολμηρός και πιο προκλητικός. Οχι χωρίς κόστος. Σήμερα, κατατάσσεται στους δημιουργούς που έδωσαν κατευθύνσεις και προετοίμασαν το μέλλον. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Οπως του είπε και μια θαυμάστριά του: «Το σύμπαν είναι χαοτικό κι εσείς μάς κάνετε να το βλέπουμε».