Η πρόταση του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, στη δρομολογηθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος, για τον «διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος» –ασχέτως εάν υιοθετηθεί, και με ποια διατύπωση από την επόμενη Βουλή– θα δημιουργήσει την αναμενόμενη ένταση μεταξύ δύο κορυφαίων θεσμών της ελληνικής πολιτείας, που από συστάσεως του ανεξαρτήτου κράτους δεν ήσαν πάντα οι αρμονικότερες. Ο πολιτικός διχασμός, στα αστικά κόμματα, είχε την αντανάκλασή του στην Εκκλησία.
Αυτά λίγο πολύ θα επαναληφθούν εκ νέου, με τη διαφορά ότι η νέα ελληνική ελίτ –κοινωνική, οικονομική και πολιτική– σήμερα εμφορείται από αγνωστικιστική και όχι χριστιανική αντίληψη. Ως προς αυτό το θέμα, είναι εναρμονισμένη με το ευρωπαϊκό ιδεολόγημα. Υπάρχει όμως κάτι που είναι σκόπιμο να αντιληφθούν ακόμη και οι αγνωστικιστές. Οτι η ενότητα των ελληνικών πληθυσμών, που εντάχθηκαν στο ανεξάρτητο κράτος μας, στο διάστημα ενός αιώνος –από την Επανάσταση έως τη Μικρασιατική Καταστροφή– οφείλεται στην Εκκλησία.
Καθώς επίσης ότι η εξοικείωση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων με την κοινή ελληνική γλώσσα δεν οφείλεται σε ευάριθμους λογίους του Διαφωτισμού. Διατηρήθηκε επί αιώνες χάρις στον ταπεινό ιερέα που διάβαζε το Ευαγγέλιο –δίχως να το καταλαβαίνει πλήρως– και στο απαίδευτο εκκλησίασμα που γνώριζε από στήθους τα τροπάρια και τους εκκλησιαστικούς ύμνους, ασχέτως εάν κατανοούσε το περιεχόμενό τους. Αυτή ήταν η μοναδική, πράγματι, προσφορά της Εκκλησίας. Και μόνον για αυτόν τον λόγο είναι άξια σεβασμού ακόμη και από τους αγνωστικιστές ή τους αθέους.
Ο κίνδυνος σήμερα εμφωλεύει στο γεγονός ότι η χαλάρωση ή η πλήρης ρήξη των σχέσεων της Εκκλησίας με το Κράτος –που δεν διαφαίνεται να είναι στις προθέσεις του κ. Τσίπρα– ενδέχεται να αναζωπυρώσει τη διαμάχη μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Η στήλη αυτή δεν υπονοεί καμία εμπλοκή ή έστω πρόθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου. Αλλά ήδη διακινούνται από κύκλους προσκείμενους στο Φανάρι ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να διαπραγματευθεί η κυβέρνηση το όλο θέμα κατ’ αποκλειστικότητα με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο. Είναι αλήθεια πως το Πατριαρχείο, τύποις μάλλον παρά ουσία, συμφιλιώθηκε με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου, το 1833. Απέδωσαν οι υποστηρικτές του Φαναρίου τη ρύθμιση εκείνη στον επιφανή προτεστάντη νομομαθή Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουερ, διότι μετέφερε πρότυπα του Βαυαρικού Βασιλείου στην Ελλάδα.
Αλλά η αρχή «ο άρχων κάθε κράτους καθορίζει τη θρησκεία» θεσπίσθηκε και ίσχυσε στη Δύση, όχι από τον 19ο αιώνα, αλλά μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648. Και ούτως ή άλλως η δυνατότης αυτοκεφαλίας αναγνωρίσθηκε στη Σύνοδο της Χαλκιδώνος το 451, στον 17ο Κανόνα, όπου επισημαίνεται ότι σε περίπτωση πολιτικής μεταβολής «της πολιτικής και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω». Αρκεί, κατά συνέπεια, η βάσανος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην παρούσα συγκυρία. Ας μην την επιβαρύνουν περαιτέρω εμμονές εξουσιαστικής βουλιμίας κάποιων κύκλων. Δεν θα είναι προς το συμφέρον της ενότητος της Ορθοδοξίας ή ό,τι απέμεινε από αυτή.