Θοδωρής Κοντάρας στην «Κ»: Η χρονιά που άλλαξε τον Ελληνισμό

Θοδωρής Κοντάρας στην «Κ»: Η χρονιά που άλλαξε τον Ελληνισμό

Το 2022 πρέπει να μάθουμε τι συνέβη πριν από την εθνική καταστροφή του 1922 και πώς φταίξαμε και εμείς οι ίδιοι

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πώς πέρασαν τρεις ώρες δίχως να το καταλάβω; Βρεθήκαμε με τον Θοδωρή Κοντάρα στην πλατεία της Καισαριανής και ο χρόνος κύλησε σαν νερό. Με τις αφηγήσεις του σε κάνει και κρέμεσαι από τα χείλη του. Γέννημα-θρέμμα της Νέας Ερυθραίας, με καταγωγή από το Σιβρισάρι, που απέχει 45 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη, έχει αφιερώσει τη ζωή του στη διαφύλαξη της μνήμης, διασώζοντας σπαράγματα μουσικής, χορού, μαρτυριών, ενδυμασιών από τις παλιές πατρίδες. Η ασίγαστη περιέργειά του τον οδήγησε να κάνει δεκάδες ταξίδια για να ανακαλύψει πολλές από τις κοιτίδες της Ιωνίας, της Θράκης, της Καππαδοκίας, της άλλης μεριάς του Αιγαίου.

Συμβάλλει και εκείνος στη μεγαλειώδη έκθεση που εγκαινιάζει στις 14 Σεπτεμβρίου το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Είναι μια καλειδοσκοπική παρουσίαση με τίτλο «Μικρασία: Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία», ένα αφήγημα που περικλείει τα 100 χρόνια από το 1922, αλλά και ό,τι προηγήθηκε, με την επιμέλεια της ακαταπόνητης Εβίτας Αράπογλου. Μια και ο συνομιλητής μου είναι εκπαιδευτικός, που πρόσφατα αφυπηρέτησε, μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω τι θα έλεγε στους μαθητές του για το φετινό ιστορικό ορόσημο. Παίρνει μια βαθιά ανάσα: «Θα έλεγα στα παιδιά πως το ’22 ήταν η χρονιά που άλλαξε για πάντα τον Ελληνισμό, ο οποίος έμεινε ανάπηρος, γιατί απώλεσε το ένα από τα δύο του πόδια, την ελληνική Ανατολή, έναν ολόκληρο κόσμο που ανήκε ιστορικά σε εμάς. Χάθηκαν έτσι τα μέρη που αποίκισαν οι αρχαίοι Ελληνες και έφτιαξαν σπουδαίες πόλεις, όπως η Μίλητος και η Εφεσος, η Κύζικος, η Τραπεζούς και η Αττάλεια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει τέτοια πληθώρα αρχαίων μνημείων, θεάτρων, ναών. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Χάθηκαν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εξελλήνισε τη Μικρασία. Στα ίδια εκείνα χώματα γεννήθηκε αργότερα και η Ορθόδοξη Εκκλησία από φωτισμένες μορφές, όπως ο Μέγας Βασίλειος. Χάθηκε και ένα μεγάλο τμήμα του βυζαντινού μας παρελθόντος, το πνεύμα του οποίου έφεραν μέσα τους αναλλοίωτο οι Πόντιοι, οι Καππαδόκες. Χάθηκε και το πνεύμα της συμβίωσης, οι Ελληνες δηλαδή να ζουν αρμονικά πλάι σε άλλες εθνότητες και θρησκείες. Ενώ ανήκαν στις μειονότητες, κατάφερναν να πρωτοστατούν αξιοκρατικά, χάρη στην επαγγελματική και πνευματική τους δράση, καθώς και στο εμπορικό τους δαιμόνιο», μου λέει απνευστί.

Υπάρχουν κάποιοι που εκκινούν από ένα εθνικιστικό αίσθημα πως μέρη με τρισχιλιετή ελληνική Ιστορία μας τα άρπαξαν οι Τούρκοι.

«Δυστυχώς σήμερα δεν μπορούμε να καταλάβουμε στην ολότητά του τι απωλέσαμε», συνεχίζει. «Από τη μια υπάρχουν κάποιοι που εκκινούν από ένα εθνικιστικό αίσθημα πως μέρη με τρισχιλιετή ελληνική Ιστορία μας τα άρπαξαν οι Τούρκοι. Δυστυχώς δεν έχουν καθίσει να διαβάσουν πως η παρουσία των Ελλήνων δεν ήταν παντού απρόσκοπτη από την αρχαιότητα. Πολλές κοινότητες δημιουργήθηκαν αιώνες αργότερα από την τουρκική κατάκτηση, ύστερα από μαζικές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών και μεταναστεύσεις από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα. Το Αϊβαλί και τα Βουρλά, λ.χ., είχαν ελάχιστους χριστιανούς, που πλήθυναν αργότερα, μετά τον 18ο αιώνα. Από την άλλη, ορισμένοι υποβάλλουν τα γεγονότα του παρελθόντος σε ένα κόσκινο αναθεωρητισμού που φθάνει στο άλλο άκρο, όπως ο περίφημος “συνωστισμός” στην προκυμαία της Σμύρνης. Ομως μνήμη είναι τελικά να μπορείς να κρατήσεις σωστά το ζύγι της Ιστορίας, επειδή έχεις τη γνώση και τη μετριοπάθεια», ισχυρίζεται ο κ. Κοντάρας, συμπληρώνοντας: «Να τι πρέπει να κάνουμε το 2022: να μάθουμε με ακρίβεια, από πολλές διαφορετικές πηγές, τι συνέβη πριν από την εθνική καταστροφή και πώς φταίξαμε και εμείς οι ίδιοι. Αυτός θα ήταν ο πιο ωφέλιμος “εορτασμός”». Εξίσου ενδιαφέρον ερώτημα με το τι χάθηκε είναι και το τι κερδίσαμε εμείς οι Ελλαδίτες, με το μπόλι σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου ανθρώπων του διωγμού του ’22 και της ανταλλαγής του 1923. «Ηρθαν οι πιο εκλεκτές ποικιλίες Ελλήνων», υπογραμμίζει με υπερηφάνεια.

Θοδωρής Κοντάρας στην «Κ»: Η χρονιά που άλλαξε τον Ελληνισμό-1
«Ο Ελληνισμός το 1922 έμεινε ανάπηρος, γιατί απώλεσε το ένα από τα δύο του πόδια, την ελληνική Ανατολή, έναν ολόκληρο κόσμο που ανήκε ιστορικά σ’ εμάς. Χάθηκαν έτσι τα μέρη που αποίκισαν οι αρχαίοι Ελληνες και έφτιαξαν σπουδαίες πόλεις. Χάθηκε και το πνεύμα της συμβίωσης», λέει ο Θοδωρής Κοντάρας. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Προσφορά των προσφύγων

«Το ελληνικό κράτος του 1922 ήταν συρρικνωμένο, κατεχόταν από ολοφάνερη μιζέρια σε πολλούς τομείς της ζωής. Οι περισσότεροι Μικρασιάτες ήταν συνηθισμένοι στις αυτοκρατορίες, στον κοσμοπολιτισμό, σε πιο μπερεκετλίδικα πράγματα, που λέμε κι εμείς. Μπερεκέτι είναι η αφθονία, κάθε λογής πλούτος, υλικός και πνευματικός. Οταν έφτασαν εδώ, ήταν από κάθε άποψη οι άμοιροι του ντουνιά, οι χαμένοι του κόσμου, οι απόκληροι, οι ξεριζωμένοι. Κι όμως, έφεραν μαζί τους απίθανες γνώσεις! Οπως οι Αρτακιανοί και οι Μαρμαρινοί, εκείνοι οι θαυμάσιοι ψαράδες της Προποντίδας με τις τεχνικές αλιείας, οι εξειδικευμένοι οινοπαραγωγοί της Θράκης και οι αμπελουργοί της Ερυθραίας, οι λαδάδες του Αϊβαλιού και του Αδραμυττίου, οι χαλιτσήδες από το Ουσάκ της Φρυγίας και τη Σπάρτη της Πισιδίας, οι Αργυρουπολίτες αργυροχρυσοχόοι, οι Καππαδόκες και οι Ανκαραλήδες έμποροι τιφτικιού (μαλλί ανγκορά), οι Σινασίτες που ήταν άσοι στον εξοπλισμό και στην τροφοδοσία πλοίων στην Πόλη, οι Σμυρνιές και οι Πολίτισσες κεντήστρες, οι Πόντιοι καπνοπαραγωγοί και φουντουξήδες, που ήξεραν το προϊόν όσο κανείς, οι μεταξουργοί της Βιθυνίας, οι Καϊσερλήδες έμποροι κ.ο.κ. Ολοι αυτοί μεταμόρφωσαν την πατρίδα μας με τον δικό τους τρόπο. Πιάστηκαν από τα μαλλιά τους, έπρεπε να επιβιώσουν, η ζωή είναι πιο δυνατή από τον θρήνο…».

Μας παίρνουν από το χέρι να μας δείξουν ελληνικά σπίτια και εκκλησίες

«Δεν ανένηψαν όλοι από το τραύμα», τονίζει. «Γνωρίζοντας από τη δική μου γειτονιά, τη Νέα Ερυθραία, και αυτά που άκουσα ως παιδί, υπήρχαν άνθρωποι που πέθαναν από μαρασμό και δυστυχία για την τεράστια ανατροπή που υπέστησαν, από τις καταστροφές που είδαν και τους χαμένους δικούς τους. Ομως η πλειονότητα τα κατάφερε. Η δική μου γιαγιά ήρθε στην Ελλάδα με επτά παιδιά, χωρίς τον άνδρα της, που τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Δεν γινόταν να μη δουλέψει, δεν υπήρχε κανένας άλλος να φροντίσει την οικογένειά της. Και τα παιδιά της από πολύ μικρά δούλευαν επίσης. Πάντως, αναφορικά με τις βιαιοπραγίες που έγιναν τότε, πολύ συχνά έχω ακούσει από Μικρασιάτες όλων των παραλίων και από Ποντίους ότι τα εγκλήματα δεν τα έκαναν οι συντοπίτες Τούρκοι, αλλά ξένοι, κυρίως οι τσέτες και οι Κούρδοι. “Οι δικοί μας οι Τούρκοι ήταν καλοί”, μου έλεγαν».
Σήμερα πώς βλέπουν τους Ελληνες οι Τούρκοι, ειδικά σε τόπους που κάποτε είχαν χριστιανικό πυρήνα;

«Ο λαϊκός απλός κόσμος είναι αφάνταστα φιλόξενος, ίσως περισσότερο και από εμάς. Μου έχει συμβεί πολλές φορές σε καφενεία πάμφτωχων χωριών να μας κερνάνε, να μας παίρνουν από το χέρι να μας δείξουν ελληνικά σπίτια, εκκλησίες και αγιάσματα». 

Αναρωτήθηκα τι μπορεί να τον εξώθησε στη δεκαετία του ’80 να θελήσει να επιστρέψει στα χώματα των Ελλήνων από την άλλη μεριά του Αιγαίου. 
«Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που όλοι μιλούσαν για ένα πράγμα: πώς ήταν κάποτε στην πατρίδα. Δεν υπήρχε τότε τηλεόραση. Η διασκέδασή μας ήταν να ακούμε διηγήσεις από τους πιο μεγάλους. Ακόμα και στο σχολείο μας, πέρα από τις συχνές αναφορές μιας εξαιρετικής Σμυρνιάς “δασκάλας του γένους”, η αίσθηση της καταγωγής ήταν παρούσα. Ακουγες: “Αϊντε μωρέ Αλατσατιανέ” και “τι να μας πεις κι εσύ, ρε Βουρλιώτη”. Ολοι ήξεραν από πού κρατά η σκούφια κάθε οικογένειας. Λογικό ήταν, λοιπόν, να έχω μέσα μου την αίσθηση της αναζήτησης», εξηγεί. Το 1984, έχοντας τελειώσει το πανεπιστήμιο και τον στρατό, πήρε την απόφαση να κάνει το πρώτο ταξίδι στο Σιβρισάρι. Ακολούθησαν δεκάδες άλλα σε πολλούς τόπους της Μικρασίας. «Το τι έχουν δει τα μάτια μου…», λέει. «Θυμάμαι ένα καταπληκτικό ελληνικό σπίτι στο Αϊβαλί με οροφογραφίες στον δεύτερο όροφο και όπως προσπαθούσα από κάτω να τις διακρίνω, έβγαλε το κεφάλι του ένας γάιδαρος από το παράθυρο! Πλάνταξα τότε… Η τριβή με τα μικρασιάτικα, πάντως, με πλούτισε αφάνταστα. Νιώθω πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί κατάφερα με τις εκδρομές αυτές –πες προσκυνήματα καλύτερα– να ενώσω το προσωπικό βίωμα με την Ιστορία. Μεγάλη υπόθεση!».

Το μεράκι της αναζήτησης

«Στην αρχή ξεκίνησα με τις ιστορίες που άκουγα. Μετά άρχισα να συλλέγω βιβλία για οτιδήποτε αφορούσε τη Μικρασία. Ασχολήθηκα με το φαγητό, τα τραγούδια και τις ενδυμασίες. Θυμάμαι το καμάρι του πατέρα μου όταν αποφάσισα να ράψω βράκες και να χορέψω τα παραδοσιακά μικρασιατικά με τον Χορευτικό Ομιλο Νέας Ερυθραίας. Νομίζω ότι τον έκανα έναν από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο. Για εκείνη τη γενιά που έχασε τα πάντα, το να τιμούν τα παιδιά τους την καταγωγή τους ήταν πολύ σπουδαίο, η μεγαλύτερη κληρονομιά. Θυμάμαι που ήμασταν μικρά με την αδελφή μου και παίζαμε κουίζ Γεωγραφίας με ένα χάρτη στον τοίχο. Οποτε περνούσε ο πατέρας μας μας διέκοπτε και έλεγε: “Για δείξτε μου πού είναι το Σιβρισάρι”».

Η συνάντηση

Αποφασίσαμε να φάμε στην «Τράτα», στην πλατεία της Καισαριανής, που φημίζεται για την εξαιρετική της ψαρόσουπα, την οποία δοκιμάσαμε και παραμένει… θεϊκή. Πήραμε τηγανητή αθερίνα και καραβιδόψυχα, μια ωραία φρεσκότατη σαλάτα, χταποδάκι και φάβα. Ηπιαμε τσίπουρο. Ηταν όλα εκλεκτής ποιότητας και η εξυπηρέτηση γρήγορη και φιλική. O λογαριασμός 62 ευρώ.

Θοδωρής Κοντάρας στην «Κ»: Η χρονιά που άλλαξε τον Ελληνισμό-2

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή