Χρήστος Φωκάς στην «Κ»: Εμαθα το επιχειρείν στο πεζοδρόμιο

Χρήστος Φωκάς στην «Κ»: Εμαθα το επιχειρείν στο πεζοδρόμιο

Η διαδρομή από το πατρικό κατάστημα στον Αγιο Σπυρίδωνα της Κέρκυρας έως την επιχειρηματική καταξίωση

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξήντα χρόνια να διακρίνεσαι στο διεθνές επιχειρείν ξεκινώντας από το μηδέν, είναι από μόνο του ένας άθλος. Ο Χρήστος Φωκάς, που έφυγε αμούστακος από τη μεταπολεμική Κέρκυρα, δίχως καμιά οικονομική υποστήριξη, για να διαπρέψει στην Ελβετία και να αγοράσει δεκαετίες αργότερα ένα από τα ιστορικότερα ξενοδοχεία του νησιού, κάθεται απέναντί μου, ευδιάθετος και χαμογελαστός. Παρότι αποφάσισε να πουλήσει πρόσφατα το Corfu Palace, διαμένει σε αυτό όταν βρίσκεται στη γενέτειρά του. Εκεί με υποδέχθηκε λοιπόν για μεσημεριανό, πρόθυμος να μου διηγηθεί την ωραία ιστορία της ζωής του, που ταυτίζεται με το ελληνικό δαιμόνιο: τόλμη, εργατικότητα, διορατικότητα.

«Γεννήθηκα στην Κέρκυρα το 1938 και από τις πρώτες μου παιδικές εικόνες είναι ο ναζιστικός βομβαρδισμός της πόλης το 1943, που γλίτωσα από τύχη μιας και ήμουν δίπλα σε ένα ξενοδοχείο όπου έγιναν τεράστιες εκρήξεις. Υστερα, μια άλλη εικόνα είναι να αποχωρούν οι Γερμανοί από το νησί, να είναι χαρούμενος ο κόσμος και να κρατάμε μεγάλοι – μικροί σημαιάκια χάρτινα των συμμάχων και βέβαια την ελληνική σημαία. Ενα τζιπ με ναζί σταμάτησε, κατέβηκε ένας Γερμανός με τη στολή, στάθηκε με άγριο βλέμμα απέναντί μου, εγώ παιδάκι έξι ετών. Μου πήρε από το χέρι τις συμμαχικές σημαίες, τις έσκισε και μου άφησε μόνον τη δική μας. Αργότερα που προσπάθησα να ερμηνεύσω την αντίδρασή του είναι σαν να έλεγε πως εμείς οι Eλληνες πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας και να μην εξαρτιόμαστε από τους συμμάχους μας».

Χρήστος Φωκάς στην «Κ»: Εμαθα το επιχειρείν στο πεζοδρόμιο-1
«Αντί να αποφασίζουμε εμείς τη μοίρα μας, την αναθέτουμε πάντα σε προστάτες από το εξωτερικό. Παράλληλα, σπαταλάμε τις ευκαιρίες που μας προσφέρονται. Κοιτάξτε τι έκαναν άλλες χώρες με το σχέδιο Μάρσαλ και πώς σε εμάς τα χρήματα κατέληξαν σε κάποιες τσέπες», λέει ο Χρήστος Φωκάς.

Γιος στελέχους του ΚΚΕ, με πατέρα ενεργό μέλος του κόμματος, η οικογένεια έζησε και τα γεγονότα του Εμφυλίου με τους ΕΔΕΣίτες να φτάνουν σπίτι του για να συλλάβουν τον γονιό του που κατάφερε να το σκάσει. «Από την άλλη ο πατέρας μου δεν μας έκανε καθόλου κατήχηση ούτε μιλούσε για τα πολιτικά. Βέβαια ήμασταν φακελωμένοι και σε οικονομική στενότητα, οπότε το μέλλον μου δεν προδιαγραφόταν εύκολα μορφωτικά ή επαγγελματικά. Hμουν όμως μαθημένος στη σκληρή δουλειά, τα πρώτα χρήματα τα κέρδισα 12 χρονών, εργαζόμενος στο μαγαζί του πατέρα μου με κεριά πλάι στον Αγιο Σπυρίδωνα. Στην εφηβεία, πήρα μια αντιπροσωπεία από γλυκόριζο, που ήταν τότε εξαγωγικό προϊόν του νησιού. Είχα μάθει εξ απαλών ονύχων την πιάτσα, το πεζοδρόμιο. Αυτή η γνώση με βοήθησε τρομερά όταν κάποια χρόνια αργότερα μπήκα στις επιχειρήσεις».

Βρήκα μια δουλειά ως βοηθός λογιστή σε μια επιχείρηση με ανταλλακτικά για αυτοκίνητα. Εννοείται ότι δεν είχα ιδέα ούτε από λογιστικά ούτε από εργοστάσια. Ηταν σαν να έπεσα σε μια πισίνα με καρχαρίες και έπρεπε να κολυμπήσω.

Το 1959, ένα γεγονός αλλάζει εντελώς τον ρουν των πραγμάτων. Σε ένα πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Κέρκυρα – Μπρίντιζι, ο Φωκάς γνωρίζει τη μελλοντική του σύζυγο, την Ελφι, μια κοπέλα από την Ελβετία που ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα: «Στην αρχή γίναμε πολύ καλοί φίλοι και μετά ήρθε ο έρωτας. Από πολύ νωρίς, είπαμε να παντρευτούμε και εγώ πήρα την απόφαση να εγκατασταθώ στην Ελβετία για να σταδιοδρομήσω εκεί μιας και οι προοπτικές στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτες. Κάπως έτσι, αφού εκπλήρωσα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, βρέθηκα στη Ζυρίχη και άρχισα να μαθαίνω γερμανικά. Μάλιστα τους πρώτους μήνες γεννήθηκε και ο πρώτος γιος μου, ο Ντάνιελ, οπότε βρέθηκα οικογενειάρχης στα 24 μου, που έπρεπε να θρέψω το σπίτι μου. Αρχικά εργαζόμουν στο ταχυδρομείο όπου κουβαλούσα τα δέματα και έκανα σεμινάρια στα οικονομικά. Αργότερα βρήκα μια δουλειά ως βοηθός λογιστή σε μια επιχείρηση με ανταλλακτικά για αυτοκίνητα. Εννοείται ότι δεν είχα ιδέα ούτε από λογιστικά ούτε από εργοστάσια. Ηταν σαν να έπεσα σε μια πισίνα με καρχαρίες και έπρεπε να κολυμπήσω. Δεν είχα άλλη επιλογή».

Ο νεαρός Ελληνας ήταν, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «ο τελευταίος τροχός της αμάξης». Και όμως, μέσα σε μερικά χρόνια κατάφερε να αγοράσει το εργοστάσιο αυτό. Να πώς τα κατάφερε: «Ο ιδιοκτήτης, σοβαρός άνθρωπος, ήξερε από μηχανολογικά αλλά δεν είχε ιδέα από οικονομικά και κάποια στιγμή έπεσε έξω, το 1964, με πάνω από 180 άτομα προσωπικό. Αρχισαν να αποχωρούν όλα τα μεγάλα στελέχη και έμεινα μόνος μου στο λογιστήριο, όχι για να το παίξω ήρωας αλλά λόγω της οικογενειακής κατάστασης δεν μπορούσα να μείνω χωρίς εργασία. Μου ανέθεσαν μέσα στο χάος την οικονομική και εμπορική διεύθυνση. Δεν υπήρχε δεκάρα και έτσι αναγκαστικά ήρθα σε επαφή με τις τράπεζες για διαπραγματεύσεις. Και πάλι είχα άγνοια κινδύνου και ανέλαβα το ρίσκο. Για να μπορέσουν να τρέξουν τα δάνεια για τη μισθοδοσία όλων αυτών των εργαζομένων, ανέλαβε σαν πρόεδρος ο δικηγόρος της φίρμας και μπήκα και εγώ ως διευθύνων σύμβουλος. Ούτε ποδήλατο δεν είχα, αλλά είχα τη διεύθυνση του εργοστασίου».

Με σκληρή δουλειά και τεράστιο πείσμα, ο νεαρός Φωκάς μπήκε σε μια εκστρατεία εξυγίανσης, έχοντας τη δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του. «Σε κάθε δυσκολία σκεφτόμουν πως από εμένα εξαρτώνται σχεδόν 200 οικογένειες και η δική μου μαζί. Δεν με έπαιρνε να κάνω λάθος και δεν το έκανα. Σαν τον πνιγμένο πιάστηκα από τα μαλλιά μου και σωθήκαμε. Κάποια χρόνια αργότερα, αγόρασα το εργοστάσιο».

Διώχνουμε το ταλέντο από την Ελλάδα

Απίστευτο και βέβαια πολύ ειρωνικό: ένας νεαρός που έχει πατέρα κομμουνιστή να βρίσκεται ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εργοστασίου, που είχε έντονες εμπορικές σχέσεις με το Ανατολικό Μπλοκ. «Μεγάλωσα με την προπαγάνδα της Δύσης και της Ανατολής αλλά δεν ήξερα την πραγματικότητα. Το 1963 πήγα στη Ρουμανία, όπου είδα πώς ζούσε ο κόσμος και γνώρισα τους ηγέτες, τον Τσαουσέσκου και τη γυναίκα του, τον Αντονέσκου. Είδα τι συνέβαινε εκεί με τα ίδια μου τα μάτια. Η γυναίκα μου, αριστερίζουσα τότε, δεν με πολυπίστευε όταν της τα έλεγα. Χρειάστηκε να έρθει σε ένα ταξίδι μαζί μου για να πειστεί. Μου είπε: “Ναι, έχεις δίκιο, τώρα είδα πώς είναι η ζωή εδώ, με τους εργάτες να κάθονται στην ουρά για ένα ψωμί”. Τότε εκείνη άλλαξε εντελώς πολιτική στάση. Το χειρότερο ήταν όταν πήρα μαζί μου τον πατέρα μου, αγνό ιδεολόγο, στη Ρουμανία και μετά στην Ουγγαρία. Δεν του είπα τίποτε για να μην τον επηρεάσω. Κατάλαβα ότι στεναχωρήθηκε, αλλά δεν είπε λέξη. Κάποια χρόνια αργότερα, σε μια συζήτηση, όταν επανέφερε το θέμα αυτό η σύζυγός μου, εκείνος σχολίασε μόνο: “Υπέροχα ήταν εκεί. Παράδεισος!”. Πώς να το δεχθεί; Επρεπε να ανατρέψει όλη τη ζωή και τη νιότη του, αξίες που πίστεψε και για τις οποίες πολέμησε, πληρώνοντας το τίμημα».

Αναρωτήθηκα, με όλη αυτή τη σοφία και τις εμπειρίες που έχει συγκεντρώσει στον βίο του, πώς κρίνει την ελληνική νοοτροπία: «Θα έλεγα ότι αντί να αποφασίζουμε εμείς τη μοίρα μας, την αναθέτουμε πάντα σε προστάτες από το εξωτερικό. Παράλληλα σπαταλάμε τις ευκαιρίες που μας προσφέρονται. Κοιτάξτε τι έκαναν άλλες χώρες με το σχέδιο Μάρσαλ και πώς σε εμάς τα χρήματα κατέληξαν σε κάποιες τσέπες. Λαμπρά ελληνόπουλα, τόσο μετά την Κατοχή αλλά και στην οικονομική κρίση, αντί να τα κρατήσουμε για να πλουτίσουμε με τα ταλέντα τους την πατρίδα μας, τα διώξαμε στο εξωτερικό, όπου διέπρεψαν σε ξένα μέρη, ευεργέτησαν με τις δεξιότητές τους άλλους λαούς. Το συνάλλαγμα που έστελναν οι ξενιτεμένοι το 1960 και το 1970 στήριξε μεν την οικονομία μας αλλά δεν επενδύθηκε σωστά, και δεν αναπτύξαμε τη βιομηχανία μας και ρημάξαμε την αγροτική παραγωγή. Το ίδιο έγινε και με τους πόρους της Ε.Ε. αλλά και με τα χρήματα που βγάζουμε από τον τουρισμό. Είναι να τρελαίνεται κανείς αν σκεφτεί πόσο καλά θα μπορούσαμε να έχουμε εκμεταλλευθεί τα προσόντα και το ανθρώπινο δυναμικό μας. Και όμως…».

Τούρτα χωρίς υλικά

«Η ελληνική Αριστερά θέλησε να μοιράσει πλούτο χωρίς να την ενδιαφέρει πώς αυτός θα παραχθεί, σαν να κερνάς στον κόσμο μια τούρτα που δεν έχεις αγοράσει τα υλικά, ούτε την έχεις φτιάξει. Οι Ελληνες πολιτικοί –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– ασχολούνται με την επανεκλογή τους και όχι με την πρόοδο. Ως εκ τούτου ό,τι και να θες να κάνεις εδώ, χρειάζεται μέσον στην πολιτική. Πώς λοιπόν να ανθήσει το υγιές επιχειρείν αν συνδεθεί με τη συναλλαγή; Ποιος σοβαρός επιχειρηματίας ή επενδυτής από το εξωτερικό θα επιλέξει την Ελλάδα; Αλλά και οι ίδιοι οι Ελληνες, τι νοοτροπία αποκτούν βλέποντας αυτό το αλισβερίσι ανάμεσα στο χρήμα και στην εξουσία; Αν δεν το αλλάξουμε αυτό, δεν θα πάμε μπροστά. Θα πρέπει να μάθουμε να μην τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα, αλλά να τα δημιουργούμε».

Η συνάντηση

Βρεθήκαμε στους φιλόξενους χώρους του Corfu Palace με την καταπληκτική θέα στη θάλασσα, μια καλοκαιρινή ημέρα του Οκτωβρίου. Το ξενοδοχείο, που πέρασε στα συμφέροντα του Ολλανδού Χάρι Χόλτερμαν, είναι ένα τοπόσημο του νησιού. Αγαπητός προορισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, υποδέχθηκε τους Ευρωπαίους ηγέτες στη Σύνοδο του 1994. Η κουζίνα του παραμένει κλασική και έτσι τσιμπήσαμε μια ωραία δροσερή σαλάτα, ψητές γαριδούλες και καλαμαράκι, με ένα ποτήρι λευκό κρασί.

Χρήστος Φωκάς στην «Κ»: Εμαθα το επιχειρείν στο πεζοδρόμιο-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή