Αρθρο Γιάννη Στουρνάρα στην «Κ»: Η ένταξη της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ
SPECIAL REPORT
Κώστας Σημίτης: Μετρώντας ξανά το αποτύπωμα του εκσυγχρονισμού
  1. Αρθρο Αννας Διαμαντοπούλου στην «Κ»: Συνεπής και διορατικός
  2. Αρθρο Γιάννη Στουρνάρα στην «Κ»: Η ένταξη της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ
  3. Αρθρο Γιώργου Βέλτσου στην «Κ»: Η μοναξιά του Κώστα Σημίτη
  4. Αρθρο Τάσου Γιαννίτση στην «Κ»: Η κρίσιμη δεύτερη τετραετία
  5. Αρθρο Αντώνη Λιάκου στην «Κ»: Μια καθοριστική οκταετία
  6. Αρθρο Νίκου Χριστοδουλάκη στην «Κ»: Περίοδος ανάπτυξης και σύγκλισης
  7. Αρθρο Χρήστου Ροζάκη στην «Κ»: Τα βήματα στην εξωτερική πολιτική
  8. Αρθρο Κωνσταντίνου Τσουκαλά στην «Κ»: Το ανεκπλήρωτο πρόταγμα

Αρθρο Γιάννη Στουρνάρα στην «Κ»: Η ένταξη της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, το 2001, επί Πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, αποτελεί, κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο επίτευγμα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας. Η αξία του φάνηκε μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ παρενέβησαν για να αποτρέψουν την χρεοκοπία της Ελλάδας, αποτέλεσμα μιας αδικαιολόγητα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Παρενέβησαν αναχρηματοδοτώντας σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος της, με πολύ ευνοϊκούς όρους, εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητά του για πολλά χρόνια. Αποτελεί ιστορικό επίτευγμα, αν αναλογιστούμε: Πρώτον, τις αρνητικές αρχικές οικονομικές συνθήκες, και την απόστασή τους από τα μεγέθη αναφοράς των αντίστοιχων κριτηρίων σύγκλισης, καθώς και την δυσπιστία των εταίρων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; και αυτό, λόγω των αρνητικών επιδόσεών της στην οικονομική πολιτική από το τέλος της δεκαετίας του 1970 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, με ένα μικρό μόνο φωτεινό διάλειμμα στο οποίο, και σε αυτό, πρωταγωνίστησε ο Κώστας Σημίτης. Δεύτερον, την δυσπιστία που διαχεόταν από πολλές πηγές, η οποία έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε αρκετά δημοσιεύματα του εγχώριου και του διεθνούς Τύπου, ακόμα και λίγο πριν από την επίσημη αποδοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φέιρα στην Πορτογαλία τον Ιούνιο του 2000.

Η ελληνική οικονομία πέτυχε την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ με την ικανοποίηση και των πέντε κριτηρίων σύγκλισης. Αυτό συνέβη μετά από μια επιτυχημένη πορεία έξι ετών, 1994-2000, ιδιαίτερα όμως την περίοδο 1996-2000, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν έκτακτα γεγονότα με μεγάλο οικονομικό κόστος για τη χώρα, όπως η κρίση στα Ίμια το 1996, η διεθνής κρίση των αναδυόμενων αγορών του 1997/98, ο σεισμός του Σεπτεμβρίου του 1999 και ο πόλεμος στο Κόσσοβο το 1999.

Πώς όμως επιτεύχθηκε ο Ηράκλειος αυτός άθλος και τι χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν για το μέλλον;

Πρώτον, υπήρχαν συγκεκριμένοι στόχοι, τα πέντε κριτήρια σύγκλισης, που σύντομα υιοθετήθηκαν ως πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Παρά το ότι ήταν δυσάρεστο για πολλούς να αποκτά προτεραιότητα η ονομαστική έναντι της πραγματικής σύγκλισης, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η επίτευξη των πέντε κριτηρίων και η έγκαιρη ένταξη στη ζώνη του ευρώ ήταν ζήτημα μείζονος πολιτικής και οικονομικής σημασίας. Στα Αναθεωρημένα Προγράμματα Σύγκλισης από το 1994 και μετά αναγνωρίστηκε η προτεραιότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, κάτι καθόλου αυτονόητο την εποχή εκείνη.

Δεύτερον, υπήρξε πολιτική καθοδήγηση (leadership), αποφασιστικότητα, συντονισμός, συνέχεια, συνέπεια και επιμονή. Από το 1994 η ίδια ομάδα,  του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, με μικρές μόνο αλλαγές, επιφορτίστηκε μέχρι τέλους με την εκτέλεση του έργου, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Μετά όμως το 1996 και, τύχη αγαθή για την Ελλάδα, την εκλογή του Κώστα Σημίτη στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο, οι στόχοι έγιναν πολύ πιο φιλόδοξοι και συνεκτικοί, η επιδίωξη τους πολύ πιο επίμονη και η πολιτική κάλυψη του οικονομικού επιτελείου πολύ πιο ισχυρή. Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, καθώς το οικονομικό επιτελείο αποτελεί τον πιο ευαίσθητο πόλο κάθε κυβέρνησης. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και το ευρύ κοινό δεν κρίνουν συνήθως με βάση τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και στόχους, αλλά με βάση την καθημερινότητα, όπου τα καλά οικονομικά νέα περνούν σχεδόν απαρατήρητα, ενώ τα δυσάρεστα φτιάχνουν πολλές φορές πρωτοσέλιδα.

Τρίτον, αποφεύχθηκαν δογματισμοί και στείρες (ακαδημαϊκές) προσεγγίσεις και υιοθετήθηκαν ρεαλιστικά και ευέλικτα μέσα, καθώς και χρονοδιαγράμματα που επικαιροποιούνταν στο πλαίσιο των κυλιόμενων Προγραμμάτων Σύγκλισης. Η επιτυχημένη πορεία της οικονομίας και η παράλληλη επίτευξη οικονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης ακύρωσαν επίσης ορισμένες, δογματικές, αντιλήψεις που έβρισκαν μέχρι τότε πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα. Οι διαδεδομένες τότε αντιλήψεις που έπρεπε να αντικρουστούν ιδεολογικά, τεχνοκρατικά και πολιτικά, ήταν του τύπου «στην Ελλάδα δεν μπορεί να μειωθεί ο πληθωρισμός κάτω από το 10% γιατί υπάρχουν διαρθρωτικές αγκυλώσεις και μεγάλος αγροτικός τομέας», ή του τύπου «δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη παράλληλα με οικονομική σταθεροποίηση».  Τώρα ίσως αυτά ακούγονται περίεργα, τότε όμως κυριαρχούσαν!

Τέταρτον, και με πλέον καταλυτικό Προϋπολογισμό αυτόν του 1997, δηλαδή τον πρώτο Προϋπολογισμό του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού, δεν εγκαταλείφθηκε η κοινωνική και αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα μάλιστα, επιτεύχθηκαν σχετικά υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης προς το τέλος της περιόδου, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά τουλάχιστον τρεις εκατοστιαίες μονάδες, η φοροδιαφυγή περιορίστηκε αισθητά, βελτιώθηκε σημαντικά η σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων και οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν κάθε χρόνο εντός των ορίων της αύξησης της παραγωγικότητας, βελτιώνοντας έτσι το βαθμό κοινωνικής αποδοχής της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εισροές του Δεύτερου Κοινοτικού Πλαισίου στήριξης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναπτυξιακή διάσταση της οικονομικής πολιτικής. Όμως, η αναπτυξιακή προσπάθεια στηρίχθηκε κυρίως στη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που ήταν το αποτέλεσμα της μείωσης των επιτοκίων, της σταδιακής σταθεροποίησης της οικονομίας, και ιδιαίτερα της μείωσης του πληθωρισμού και των δημόσιων ελλειμμάτων, καθώς και της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.

Πέμπτον, το οικονομικό επιτελείο με την απόλυτη στήριξη του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, είχε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τις αγορές και τους διεθνείς οργανισμούς, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να εξηγήσει τη σκοπιμότητα και το μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα ορισμένων βασικών αποφάσεων οικονομικής πολιτικής. Έτσι, επηρεάστηκαν θετικά οι προσδοκίες με βάση τις θεμελιώδεις κινήσεις των μεγεθών και όχι τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις τους. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, πρώτον, διότι οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου έτειναν (όπως και σήμερα άλλωστε) να αντιδρούν υπερβολικά (overshoot) και δεύτερον, διότι ορισμένες κρίσιμες στιγμές κυριαρχούνται είτε από στρατηγικές παικτών με δεσπόζουσα θέση είτε από συμπεριφορά αγέλης υπό το κράτος πανικού.

κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή