Χρέος της Ευρώπης να μη φεύγουν οι Βαρωσιώτες αδικαίωτοι

Χρέος της Ευρώπης να μη φεύγουν οι Βαρωσιώτες αδικαίωτοι

Οι Ελληνοκύπριοι, που σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα έχουν το «προνόμιο» να επισκέπτονται τα Κατεχόμενα, πηγαίνουν μέχρι τα Βαρώσια, σταματούν στον φράχτη και προσπαθούν να εντοπίσουν το σπίτι τους ανάμεσα στα χαλάσματα.

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πίσω από το σκουριασμένο συρματόπλεγμα στέκει ένας τοίχος. Ο,τι απέμεινε όρθιο μετά την εισβολή από το σπίτι όπου ζούσε κάποτε η οικογένειά μου στην Αμμόχωστο.
 
Το συρματόπλεγμα, αν και ταλαιπωρημένο, κρατάει μακριά τους ανθρώπους. Ερπετά και τρωκτικά είναι εδώ και δεκαετίες οι μόνιμοι κάτοικοι της περίκλειστης πόλης, την οποία ο Ερντογάν πλέον απειλεί ότι θα ανοίξει υπό την τουρκοκυπριακή διοίκηση.
 
Οι Ελληνοκύπριοι, που σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα έχουν το «προνόμιο» να επισκέπτονται τα Κατεχόμενα, πηγαίνουν μέχρι τα Βαρώσια, σταματούν στον φράχτη και προσπαθούν να εντοπίσουν το σπίτι τους ανάμεσα στα χαλάσματα. Λίγοι «τυχεροί», όπως εμείς, το βρίσκουν μπροστά τους. Ομως το απλωμένο χέρι δεν φτάνει να αγγίξει τον τοίχο. Τι κι αν απέχει μόλις ένα μέτρο; Στην πραγματικότητα το σπίτι είναι χαμένο στη λήθη, 47 χρόνια μακριά. Και απομακρύνεται κάθε μέρα λίγο περισσότερο. 
 
Την περασμένη Τρίτη, όταν η κακόγουστη επετειακή φιέστα του ψευδοκράτους ολοκληρώθηκε, είμαι σίγουρος ότι πολλοί Ελληνοκύπριοι επιζήσαντες του «Αττίλα» στράφηκαν βορειοανατολικά, έκλεισαν για λίγο τα μάτια και ανέσυραν μνήμες παιδικές, τότε που όργωναν τους δρόμους της Αμμοχώστου και των άλλων κατεχόμενων περιοχών. Πατρίδα του εκτοπισμένου είναι η μνήμη. Εκεί είναι το σπίτι, το καταφύγιο, εκεί το παράπονο και ο πόνος. Το έχω δει.
 
Ηταν 1η Μαΐου 2004 όταν η Κύπρος γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ολόκληρη. Οι τηλεοράσεις έπαιζαν αφιερώματα για το σπουδαίο γεγονός – ήταν και είναι σπουδαίο, κι ας μη στάθηκε αρκετό για το Κυπριακό. Σε έναν θάλαμο στο Σισμανόγλειο, ο αποκαμωμένος πατέρας μου παρακολουθούσε βουβός τις ειδήσεις. Μόλις τελείωσαν τα ρεπορτάζ έκλεισε την τηλεόραση, όμως το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο στον σβηστό δέκτη. Σαν να προσπαθούσε να κρύψει τα βουρκωμένα μάτια του δίχως να κρυφτεί.
 
«Να δεις, τώρα είμαστε πιο δυνατοί, ανοίγει ο δρόμος να επιστρέψουμε στους τόπους μας», μου είπε. «Θα ήθελες να ξαναπάς;» τον ρώτησα. «Ποιος δεν θα ήθελε; Αχ, εν τζιαι έχεις δει τόσην ομορφιά». Για λίγο η λαλιά του έγινε πάλι κυπραίικη. Ηταν μπροστά μου, ανήμπορος στο κρεβάτι, μα η σκέψη του φανερά ταξίδευε. «Οταν βγούμε από εδώ θα πάμε να μου δείξεις», του είπα. «Ναι, θα πάμε…» αποκρίθηκε και έγειρε στο πλάι, δήθεν να ξεμουδιάσει. Πρόλαβα να διακρίνω το δάκρυ στο μάγουλο. 

Διαβάστε επίσης⇒ Ο Ερντογάν ανοίγει τα Βαρώσια με το βλέμμα στο Κυπριακό

Δύο ημέρες αργότερα ο πατέρας έπεσε σε λήθαργο. Αντεξε άλλες δύο – το κορμί του διαλυμένο, αλλά η καρδιά γερή, δεν έλεγε να εγκαταλείψει. Εφυγε με το παράπονο. 
 
Χρόνια αργότερα, με τον θείο, τη θεία και τα ξαδέρφια μου πραγματοποίησα το τάμα. Προετοιμαζόμουν επί μέρες ψυχολογικά. Ομως, αντίθετα με ό,τι υπέθετα, όσο διήρκεσε η περιήγηση στα Κατεχόμενα δεν ένιωσα ούτε οργή ούτε μίσος. Μόνο βάρος. Και στα ελάχιστα δευτερόλεπτα χαλαρότητας που επέτρεψα στον εαυτό μου, στην ακροθαλασσιά της Αμμοχώστου, εκεί που τα νερά γλείφουν τη χρυσή αμμουδιά σκαρώνοντας οφθαλμαπάτες με τον ήλιο, κατάλαβα τι εννοούσε ο πατέρας μου για την ομορφιά. Την ασύγκριτη. Που δεν την ακυρώνουν ούτε τα κουφάρια των ερειπωμένων ξενοδοχείων ούτε η απόκοσμη θέα της πόλης-φάντασμα, που τελειώνει εκεί που φτάνει το βλέμμα και πιο πέρα ούτε οι σκόρπιοι φρουροί του ψευδοκράτους με κοψιές βγαλμένες από το ’74 – ανθρώπινες παραφωνίες φυτεμένες στο κάλλος. Δεν την ακυρώνουν, αλλά την πληγώνουν. Βαθιά. 
 
Σήμερα, με τον Ερντογάν να απειλεί με νέα «εισβολή», αυτή τη φορά στις ψυχές των Κυπρίων, η ανάμνηση εκείνης της Πρωτομαγιάς στο Σισμανόγλειο επιστρέφει. Σκέφτομαι κάθε εκτοπισμένο Βαρωσιώτη που κατάφερε να φτάσει έως εδώ. Και σίγουρα αναρωτιέται αν έχει αρκετή ζωή μέσα του για να προλάβει να περπατήσει ξανά ελεύθερος στους δρόμους που μεγάλωσε, να πατήσει το κατώφλι του σπιτιού του και να ανοίξει την πόρτα. Γιατί η ελπίδα του πρόσφυγα δεν σβήνει ποτέ.
 
Από το 2004 τα Κατεχόμενα θεωρούνται επισήμως ευρωπαϊκό έδαφος. Πέρασαν 17 άγονα χρόνια. Μακάρι σύντομα η Ευρώπη να ανασυνταχθεί, όπως την οραματιζόμαστε, και με την ισχύ της ένωσης, του πολιτισμού και του δικαίου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων για να οδηγήσει τα πράγματα εκεί που πρέπει: να επιστρέψουν οι Ελληνοκύπριοι στις γειτονιές που αγάπησαν.
 
Να έρθει εκείνη η μέρα που οι Βαρωσιώτες δεν θα φεύγουν αδικαίωτοι. Θαρρώ ότι ξέρω πώς νιώθουν. Το έχω δει.

Τελευταίες ειδήσεις

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή