Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»

14' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ

Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τον ιό. Ολους αυτούς τους μήνες, το προσωπικό των νοσοκομείων που μας κράτησε –και μας κρατάει– όρθιους έδινε παράλληλα αγώνα με τον φόβο και την εξάντληση. Παρά το δυσανάλογα βαρύ φορτίο που επωμίστηκαν, οι ίδιοι απέρριπταν τους ηρωικούς χαρακτηρισμούς για τη δουλειά τους. Τους θεωρούσαν υπερβολικούς. Επέδειξαν επαγγελματισμό και αυταπάρνηση, παρότι υποαμειβόμενοι και υποστελεχωμένοι επί χρόνια. Τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν απρόσμενα πάνω τους. Ζητήματα όπως η εργασιακή εξουθένωση ή η έλλειψη προσωπικού άλλοτε καλύπτονταν σποραδικά, ποτέ με αυτή τη συχνότητα ή σε τόσο βάθος. Ομάδες εργαζομένων, όπως οι καθαρίστριες ή οι τραπεζοκόμοι, οι οποίες παρέμεναν αθέατες στο παρελθόν, πλέον απέκτησαν φωνή. Και ο δικός τους ρόλος αποδείχθηκε καθοριστικός. Στην «κόκκινη ζώνη» των θαλάμων νοσηλείας η περίθαλψη αποτελεί ομαδική δουλειά. Κανείς δεν πορεύεται μόνος του, ούτε περισσεύει.

Πριν από το τέλος αυτής της πρωτόγνωρα δύσκολης χρονιάς, η «Κ» θυμάται σε αυτή την ανασκόπηση ορισμένες από τις μαρτυρίες που συνέλεξε μέσα από ρεπορτάζ και συνεντεύξεις με τους ανθρώπους της πρώτης γραμμής, κατά το πρώτο και το δεύτερο κύμα της πανδημίας. 

«Τώρα που μας βρήκε το κακό, ο κόσμος κατάλαβε την αξία του νοσηλευτή, του γιατρού και του μάχιμου προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων. Ελπίζω και εύχομαι να μην την ξεχάσει αύριο», είπε ένας από τους δεκάδες υγειονομικούς που μίλησαν στην «Κ» τους τελευταίους μήνες. Οποτε επανέλθει η καθημερινότητά μας στους προ κορωνοϊού ρυθμούς της, η συμβολή τους και το έργο τους δεν πρέπει να λησμονηθούν.


Aντιμέτωποι με το άγνωστο και… τις εικόνες της Ιταλίας

Τον περασμένο Απρίλιο ο αριθμός των νέων επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ήταν ακόμη αμελητέος σε σχέση με όσα θα συνέβαιναν στην Ελλάδα κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Η σχετική καταγραφή παρέμενε τις περισσότερες ημέρες σε διψήφια νούμερα (52 κρούσματα στις 8/4, 56 στις 10/4 και 33 στις 12/4). Ωστόσο, παρά την πολυτέλεια του χρόνου, η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας και ξεκάθαρου θεραπευτικού πρωτοκόλλου, καθώς και οι νωπές στη μνήμη εικόνες της γειτονικής Ιταλίας, τροφοδοτούσε με αγωνία το προσωπικό της πρώτης γραμμής. 

Κι ενώ διάφορα κράτη, ακόμη και οι μυστικές τους υπηρεσίες, ανταγωνίζονταν στο πώς θα δεσμεύσουν για τις εσωτερικές τους ανάγκες αποθέματα σε μάσκες και αντιδραστήρια, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», σε μια από τις πρώτες κλινικές COVID-19 που λειτούργησαν στη χώρα, προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. 

Οταν η «Κ» κατέγραψε τη βάρδιά τους στην «κόκκινη ζώνη», περίπου 20 γιατροί και 30 νοσηλευτές παρακολουθούσαν εκεί την πορεία 13 ασθενών. Υπήρχαν ημέρες που γινόταν μόνο μία νέα εισαγωγή, υπήρξε βράδυ που κύλησε ήσυχα και άλλο που χρειάστηκε να κάνουν διασωληνώσεις και τραχειοστομίες. Η εικόνα των ασθενών ξεγελούσε. Οι γιατροί έβλεπαν ασθενείς που δεν ήταν ταχυπνοϊκοί, δεν είχαν δύσπνοια, αλλά οι μετρήσεις τους έδειχναν ότι η κατάστασή τους ήταν χειρότερη. Δεν έδιναν την εικόνα ενός κλασικού αναπνευστικού αρρώστου. Αντιμετώπιζαν κάτι νέο.

Για τις ανάγκες της πανδημίας είχε χρειαστεί να αλλάξουν την αρχιτεκτονική του χώρου. Τοποθετήθηκε μια νέα γκρίζα πόρτα για να οριοθετηθεί η μολυσματική περιοχή. Πρώην πεντάκλινοι θάλαμοι ασθενών έγιναν τρίκλινοι, ώστε να τηρείται απόσταση δύο μέτρων ανάμεσα σε κάθε κεφαλάρι. Στα δωμάτια μπήκαν κάμερες, με τη συγκατάθεση των ασθενών. Οι νοσηλευτές και οι γιατροί μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους νοσηλευομένους και να μιλήσουν μέσω συστήματος ενδοεπικοινωνίας. Στόχος τους ήταν να ελαχιστοποιήσουν τις εισόδους στους θαλάμους στις απολύτως απαραίτητες ώστε να μη δαπανούν άσκοπα τον περιορισμένο τότε προστατευτικό εξοπλισμό. Το ίδιο μοντέλο ακολούθησαν αργότερα και άλλες νέες κλινικές που στήθηκαν στη χώρα.

Εκείνο το διάστημα γιατροί και νοσηλευτές εξοικειώνονταν ακόμη με τις «στολές του αστροναύτη». «Φοράς πολλά γάντια και δεν έχεις τόσο καλή αίσθηση της αφής, δεν μπορείς να ακροαστείς καλά πάνω από τη στολή τους πνεύμονες, αλλά το κυριότερο είναι ότι χάνεις την αμεσότητα με τον ασθενή. Δεν βλέπει το πρόσωπό σου, δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις, να του πεις πως όλα θα πάνε καλά», έλεγε στην «Κ» ο ειδικευόμενος γιατρός στο «Σωτηρία» Γιάννης Τρόντζας. 

Παράλληλα, και σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχαν σπεύσει να προετοιμαστούν. Ο καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Χαράλαμπος Μηλιώνης εξηγούσε στην «Κ» ότι ήδη από τις 20 Ιανουαρίου είχαν θέσει σε λειτουργία τη Μονάδα Λοιμωδών Νόσων στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης, η οποία ήταν ανενεργή από το 2009. Ειδικευόμενοι γιατροί της κλινικής είχαν δεχθεί να μείνουν με παράταση και να δώσουν τη μάχη του πρώτου κύματος δίπλα στους συναδέλφους τους. Μέχρι και τον Μάιο είχαν νοσηλεύσει εννέα ασθενείς στις απλές κλίνες και άλλους τρεις στη ΜΕΘ. Κατά το δεύτερο κύμα αυτοί οι αριθμοί θα πολλαπλασιάζονταν. 

Σταδιακά, όσο διαρκούσαν οι αυστηροί περιορισμοί της πρώτης καραντίνας και η πίεση δεν μεγάλωνε, όλο και περισσότερα χαμόγελα σχηματίζονταν πίσω από τις μάσκες. «Το πρώτο περιστατικό που νοσηλεύσαμε μου δημιούργησε μεγάλο άγχος γιατί δεν ήξερα τι να περιμένω την επόμενη στιγμή. Οταν αποσωληνώσαμε τους πρώτους ασθενείς μας, ήξερα ότι θα κερδίζαμε εμείς και όχι ο ιός», είχε δηλώσει στην «Κ» η επικεφαλής στη ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού», Αναστασία Κοτανίδου.

Τη Μεγάλη Δευτέρα 13 Απριλίου, το προσωπικό στη ΜΕΘ του Λάτσειου Κέντρου Εγκαυμάτων στο «Θριάσιο» νοσοκομείο πραγματοποίησε την πρώτη έξοδο ασθενούς με COVID-19. Το σχετικό βίντεο, που ανήρτησε τότε στο Facebook ο εντατικολόγος Γιάννης Κουτσοδημητρόπουλος, είχε πάνω από 132.000 προβολές και 1.400 κοινοποιήσεις. «Λέγαμε στην αρχή, “τι παραπάνω κάναμε”; Βγάλαμε ακόμη έναν άρρωστο. Για κάθε άνθρωπο που τα καταφέρνει είναι τρομερή η ηθική ικανοποίηση, το ζούμε το ίδιο. Ερχονται όλα αυτά στο προσκήνιο γιατί αντιμετωπίζουμε μια παγκόσμια κρίση υγείας, αλλά για εμάς αυτή είναι η δουλειά μας», είχε πει.

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-1
Τραπεζοκόμος στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Χωρίς τη δυνατότητα συνοδού στο πλευρό τους, οι ασθενείς πάλευαν και με τη μοναξιά. Αρκετοί πρόσμεναν την ώρα του σερβιρίσματος, έστω για να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Φωτ. Γιώργος Μουτάφης

Το σοκ του πρώτου κύματος της πανδημίας

«Οταν ήλθε η πρώτη κλήση για να πάω σε ύποπτο κρούσμα, σκέφτηκα τα παιδιά μου. Αλλά είναι η δουλειά μου. Και δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά», είχε πει στην «Κ» κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας η διασώστρια του ΕΚΑΒ Ελευθερία Μπασιανιώτη, η οποία διορίστηκε στη δουλειά της τον Δεκέμβριο του 2019, λίγους μόλις μήνες προτού εμφανιστεί στην Ελλάδα ο νέος κορωνοϊός. «Για μένα το ΕΚΑΒ ήταν όνειρο ζωής. Νιώθω τυχερή που κάνω τη δουλειά που ήθελα να κάνω, προσφέρω και δεν είμαι κλεισμένη στο σπίτι», είχε πει.

Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας οι κλήσεις που λάμβανε το ΕΚΑΒ για ασθενοφόρο περιορίστηκαν σχεδόν στο μισό σε σχέση με την προ κορωνοϊού εποχή. Παρά τη μείωση όμως, η πίεση για τα πληρώματα παρέμενε μεγάλη. Επρεπε να εκπαιδευτούν και να τηρήσουν με προσοχή τα νέα αυστηρά μέτρα ασφαλείας για να μη ρισκάρουν την έκθεσή τους στον ιό. Δεν ήταν η μόνη κατηγορία εργαζομένων με κρίσιμο ρόλο στην αλυσίδα της περίθαλψης. 

Μέσα στις κλινικές COVID-19 οι τραυματιοφορείς και οι καθαρίστριες, οι τεχνικοί και οι τραπεζοκόμοι, το προσωπικό του ιματισμού έπρεπε να προσαρμοστούν εξίσου σε πρωτόγνωρα πρωτόκολλα εργασίας. Η καθαρίστρια Λίντα Γκρεμπί στο «Σωτηρία» εξηγούσε στην «Κ» πως έπρεπε να ψεκάσει με απολυμαντικό το κοντάρι της σφουγγαρίστρας, τους κουβάδες, μέχρι και τις ρόδες του καροτσιού της. Σε κάθε δωμάτιο ασθενούς άλλαζε γάντια και βετέξ, απολύμαινε κομοδίνα και πόμολα, χερούλια και περβάζια. Δεν σκούπιζε το πάτωμα, «για να μη σηκωθεί στον αέρα το μικρόβιο», και πρόσεχε πώς ανοίγει τις πόρτες. Μια λάθος κίνηση μπορούσε να διασπείρει τον ιό.

Στο ίδιο νοσοκομείο άλλη καθαρίστρια έπρεπε κατά το πρώτο κύμα να φροντίζει τον γιο της, θύμα τροχαίου με πολλαπλά κατάγματα, ο οποίος ήταν κατάκοιτος στο σπίτι έπειτα από χειρουργείο. Η τραπεζοκόμος Παγώνα Αθανασάκου απέφευγε να επισκέπτεται τους γονείς της, ηλικίας 85 και 74 ετών. «Ακόμη και στο σπίτι, με τα παιδιά, πρέπει να είμαι προσεκτική για να μη μεταφέρω κάτι», έλεγε. Φόβος υπήρχε και στο σπίτι της συναδέλφου της Ντιάνας Αδικίδου. «Μου έλεγαν να πάρω άδεια, να παραιτηθώ. Το να παρατήσεις όμως οτιδήποτε κάνεις είναι το πιο εύκολο», είχε πει στην «Κ».

H μοναξιά 

Χωρίς τη δυνατότητα συνοδού στο πλευρό τους, οι ασθενείς πάλευαν και με τη μοναξιά. Αρκετοί προσμέναν την ώρα του σερβιρίσματος, έστω για να ανταλλάξουν μια κουβέντα. «Δεν μπορείς να τους βλέπεις να σε προσεγγίζουν, να θέλουν να σου μιλήσουν και εσύ να φεύγεις σαν κυνηγημένη γιατί φοβάσαι. Θα βγεις έξω μετά, θα πλύνεις τα χέρια σου, θα βάλεις αντισηπτικό, θα κάνεις τον σταυρό σου και θα προχωρήσεις. Δεν γίνεται διαφορετικά», είχε πει η τραπεζοκόμος Λουκία Μαρέτη. Μπορεί στο ευρύ κοινό η συνεισφορά όλων αυτών των εργαζομένων να παραμένει άγνωστη, δεν είναι όμως αμελητέα. Χωρίς και αυτούς δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ολοκληρωμένα και αρμονικά μια κλινική. 

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-2
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας «γονάτισε» τα νοσοκομεία της πόλης. Οι ημέρες εφημερίας ήταν δραματικές.
Φωτ. ΙΝΤΙΜΕ ΝΕWS / ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Το τσουνάμι χτυπάει τη Βόρεια Ελλάδα

Το δεύτερο κύμα της πανδημίας έσκασε με ορμή στη Θεσσαλονίκη. Στις 27 Οκτωβρίου καταγράφηκαν 291 θετικά κρούσματα του νέου κορωνοϊού στην πόλη και μία εβδομάδα αργότερα τριπλασιάστηκαν. Οι κλινικές COVID-19 γέμισαν με ασθενείς και επεκτάθηκαν γρήγορα σε άλλους ορόφους των νοσοκομείων. Κάθε ημέρα τελείωνε με αγωνία για την επόμενη. Θα επαρκούσαν τα κρεβάτια για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες; Πόσοι νέοι ασθενείς θα έφταναν, ποιοι θα νοσούσαν βαριά; 

«Πηγαίνω με το ηθικό ψηλά και αισιοδοξία ότι θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση», έλεγε στην «Κ» τον Νοέμβριο ο Δημήτρης Γιαννακίδης, ειδικευόμενος Γενικής Χειρουργικής στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Ωστόσο τόνιζε πόσο ανέτοιμο ήταν το σύστημα για ό,τι είχε συμβεί στην πόλη. «Δεν υπήρχε ένα σοβαρό σχέδιο, όλα έγιναν τελευταία στιγμή», έλεγε, επισημαίνοντας ότι η εκπαίδευση του προσωπικού έπρεπε να είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι, καθώς ούτε ο ίδιος ούτε ειδικευόμενοι μη συναφών με τις λοιμώξεις του αναπνευστικού ειδικοτήτων θυμούνταν πολλά από παθολογία. «Ρίχνεις προσωπικό στη μάχη που δεν έχει εμπειρία», έλεγε. 

Μεταξύ των ασθενών στο νοσοκομείο όπου εργάζεται, βρισκόταν και η 55χρονη μητέρα του. «Πρώτη φορά τη βλέπω τόσο καταβεβλημένη – αυτή η ασθένεια είναι κάτι εξωπραγματικό, λες και είναι ταινία, λες και θα ξυπνήσεις και δεν θα είναι πραγματικότητα», ανέφερε.

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-3
Ο γιατρός του ΑΧΕΠΑ Δημήτρης Γιαννακίδης, με τη νοσούσα από κορωνοϊό μητέρα του, η οποία ήταν ανάμεσα στους ασθενείς που φρόντιζε.

Ο μέσος όρος ηλικίας των νοσηλευομένων όμως έπεφτε. Στα νοσοκομεία έφταναν πλέον όλο και πιο συχνά 40άρηδες, ορισμένοι εξ αυτών –τα πιο βαριά περιστατικά– με πνευμονία η οποία ήταν παραμελημένη. Είτε δεν τους είχε δώσει αρχικά έντονα σημάδια για να τους κινητοποιήσει ή προσπαθούσαν οι ίδιοι, σύμφωνα με θεράποντες γιατρούς, να την αντιμετωπίσουν με αντιπυρετικά στο σπίτι, χωρίς επιτυχία.

Το πάγιο πρόβλημα της υποστελέχωσης αρκετών νοσοκομείων της χώρας εξουθένωσε το προσωπικό, που έπρεπε να διαχειριστεί αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Ειδικευόμενη μη παθολογικής ειδικότητας στο «Παπαγεωργίου» είχε μιλήσει στην «Κ» με τον όρο της ανωνυμίας και ανέφερε ότι αισθανόταν πλέον ανεπαρκής στη δουλειά της. «Εγώ δεν ξέρω καν απλή νοσηλεία να κάνω, μπαίνω στους θαλάμους, βλέπω ασθενείς, αν έχουν πυρετό, πώς είναι το οξυγόνο τους, γράφω εξιτήρια. Εχω τρομερό στρες επειδή είμαι εκτός πεδίου, διαβάζω ό,τι μπορώ από πνευμονολογία και λοιμωξιολογία, αλλά κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό γιατί δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί και αν θα μπορώ να το αντιμετωπίσω», επεσήμανε.

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-4
Μεταφορά ασθενούς στο «Ιπποκράτειο» Θεσσαλονίκης. Φωτ. ΙΝΤΙΜΕ ΝΕWS / ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Πέρα από τα όριά τους εργάζονται τους τελευταίους μήνες και οι υγειονομικοί σε άλλα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας. Στην Κατερίνη και στη Δράμα, στην Εδεσσα, στο Κιλκίς και στις Σέρρες, αλλά και στη Λάρισα και στον Βόλο, οι ισορροπίες ήταν εύθραυστες. Προσωπικό νοσούσε διαδοχικά και έμπαινε σε καραντίνα, συχνά οι νέες εισαγωγές ασθενών υπερέβαιναν σε αριθμό τα εξιτήρια.

Κατά το πρώτο κύμα στις Σέρρες δεν είχε χρειαστεί να περιθάλψουν πάνω από επτά αρρώστους. Τον Νοέμβριο και στις αρχές Δεκεμβρίου, όμως, έφτασαν να νοσηλεύουν έως και 135 ασθενείς. «Κάθε τρεις ημέρες ανοίγαμε και καινούργια πτέρυγα», είχε πει στην «Κ» ο υπεύθυνος της κλινικής COVID-19 στο νοσοκομείο, Θεόφιλος Καλλινικίδης. Με πείρα σχεδόν τριών δεκαετιών ο ίδιος στο νοσοκομείο, κλήθηκε για πρώτη φορά στην πανδημία να φορέσει όλον αυτόν τον προστατευτικό εξοπλισμό. Ρεπό δεν υπήρχε. Κάθε ημέρα περνούσε πολλές ώρες στην κλινική και παρατηρούσε πόσο εξουθενωμένες έφευγαν από το νοσοκομείο οι νοσηλεύτριες – πέρα από τη χορήγηση των φαρμάκων και την περιποίηση των ασθενών, θα έπρεπε να τους αλλάξουν πλευρό για να αναπνεύσουν καλύτερα, να τους φέρουν ένα ποτήρι νερό, να αναπληρώσουν την απουσία συνοδών και συγγενών στο προσκεφάλι τους.

Αναζήτηση προσωπικού

Την ίδια περίοδο, στις αρχές Δεκεμβρίου, ο επικεφαλής της ιατρικής υπηρεσίας του νοσοκομείου Βόλου, Ηλίας Καραμέτος, ανέφερε στην «Κ» ότι το πρόβλημα της αναζήτησης ειδικευμένου προσωπικού παρέμενε άλυτο. Σύμφωνα με στοιχεία της Εταιρείας Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος, η ειδικότητα της αναισθησιολογίας συρρικνώνεται στη χώρα από το 2010 – τότε άρχισαν να συνταξιοδοτούνται όσοι είχαν διοριστεί στο εθνικό σύστημα υγείας το 1984. Η ειδικότητα δεν ήταν πλέον ελκυστική για νέους γιατρούς, καθώς το 2017 υπηρετούσαν 62 ειδικευόμενοι αναισθησιολόγοι στις υγειονομικές περιφέρειες της Μακεδονίας και το 2019 ο αριθμός τους έπεσε στους 48. Σε άλλα στοιχεία που είχε παρουσιάσει η «Κ», το 2019 στην 3η και 4η Υγειονομική Περιφέρεια, οι οποίες καλύπτουν τις περιοχές Μακεδονίας και Θράκης, το 40% των θέσεων αναισθησιολόγων ήταν κενό. Αυτές οι ελλείψεις είναι σημαντικές, καθώς πρόκειται για μια απαραίτητη ειδικότητα στη στελέχωση των ΜΕΘ.

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-5
Θεσσαλονικείς περιμένουν να υποβληθούν σε rapid test. Στις 27 Οκτωβρίου καταγράφηκαν 291 θετικά κρούσματα στην πόλη. Μία εβδομάδα αργότερα τριπλασιάστηκαν. Φωτ. AΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Το στίγμα και ο φόβος 

Δεν φαίνεται να συνέβαινε συχνά, υπήρξαν όμως περιπτώσεις στις οποίες, παρά την πολύμηνη προσφορά τους, ορισμένοι υγειονομικοί στιγματίστηκαν από μερίδα συμπολιτών τους. Η Αλεξάνδρα Φρελίγγου, εργαζόταν στο πρώτο κύμα ως νοσηλεύτρια σε μονάδα COVID-19. Εφυγε για εκείνο το διάστημα από το σπίτι της για να μη ρισκάρει να εκθέσει στον ιό τον σύζυγο και τον γιο της, οι οποίοι έχουν υποκείμενα νοσήματα. Στην πολυκατοικία όπου μετακόμισε οι νέοι γείτονές της επιχείρησαν να τη διώξουν όταν έμαθαν πού δουλεύει. Εκαναν έως και καταγγελία στο νοσοκομείο της λέγοντας ότι «τους φέρνει τον ιό». Αργότερα υποστήριξαν ότι η νοσηλεύτρια έκανε πάρτι τα βράδια και φασαρία. Ωστόσο εκείνες τις ώρες των υποτιθέμενων πάρτι βρισκόταν στη μονάδα.

Δεν ήταν η μόνη που αντιμετώπισε αυτή τη συμπεριφορά. Σε άλλη συνάδελφό της, γιατρό στην ίδια κλινική, οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας τής απαγόρευσαν να χρησιμοποιεί το ασανσέρ. Ακόμη μία νοσηλεύτρια στο ίδιο νοσοκομείο χτύπησε το κουδούνι μια ημέρα στη διαχειρίστρια για να δώσει τα κοινόχρηστα. Πίσω από την κλειστή πόρτα άκουσε μια φωνή να της λέει να απομακρυνθεί, να βάλει σε ένα σακουλάκι τα χρήματα και να τα αφήσει στο χαλάκι.

«Υπάρχει κόσμος που μπορεί να του πεις πού δουλεύεις και να σου πει “μπράβο κορίτσι μου, είσαι άξια”. Αλλοι όμως φοβούνται όταν λες ότι είσαι στο Λοιμώξεων και βλέπεις ότι κρατούν τις αποστάσεις τους», είχε δηλώσει μια τραπεζοκόμος. Εργαζόμενος σε άλλο νοσοκομείο είχε πει στην «Κ» ότι και συνάδελφοί του από άλλα τμήματα τον κοιτούσαν πλέον διαφορετικά. Ενας από αυτούς, με τον οποίο συνήθιζαν να πηγαίνουν μαζί κάθε ημέρα στη δουλειά, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να μοιράζονται το ίδιο αυτοκίνητο, φοβήθηκε μήπως κολλήσει κάτι.

Ο παροπλισμός των νοσούντων υγειονομικών

«Δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε σε εμένα. Φοβήθηκα πολύ, όχι μήπως νοσήσω. Αυτό που σκέφτηκα κυρίως ήταν η διασπορά. Είχα πάρει το μετρό, είχα κυκλοφορήσει, είχα δει ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Ενιωθα ένοχη. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχε κάτσει δίπλα μου στο βαγόνι κάποιος ηλικιωμένος και αυτό με άγχωνε πάρα πολύ», είχε πει τον περασμένο Μάρτιο στην «Κ» με τον όρο της ανωνυμίας νοσηλεύτρια σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας. Ενας από τους ασθενείς που είχε εξετάσει είχε βρεθεί θετικός στον ιό και εκείνη έπρεπε να μπει σε προληπτική καραντίνα ως στενή επαφή. 

Ο παροπλισμός των υγειονομικών απασχόλησε τη χώρα μας ήδη από την αρχή της πανδημίας. Εξελίχθηκε όμως σε μεγάλο πρόβλημα κατά το δεύτερο κύμα, ειδικά σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και άλλων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας. Ξεκάθαρα στατιστικά και στοιχεία δεν υπήρξαν στις περισσότερες φάσεις της πανδημίας για τον ακριβή αριθμό του προσωπικού που είχε περάσει στα μετόπισθεν.

Ο αγώνας των ανθρώπων της «πρώτης γραμμής»-6
Γιατροί και νοσηλευτές εξοικειώθηκαν με τις «στολές του αστροναύτη». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Στα τέλη Νοεμβρίου είχε υπολογιστεί από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων ότι περίπου 1.500 υγειονομικοί είχαν απομονωθεί. Το ένα τρίτο βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, άλλοι 250 στη Θεσσαλία, ενώ περίπου 80 άτομα εκτιμάται ότι είχαν νοσήσει στη Δράμα. Στην Αττική, στην 1η Υγειονομική Περιφέρεια, κατά το ίδιο διάστημα οι νοσούντες υγειονομικοί ήταν 224. 

Κατά το πρώτο κύμα, ένα από τα πιο βασικά ζητήματα ήταν η διαθεσιμότητα των προστατευτικών μέσων. Τον Μάρτιο, σύμφωνα με σχετικές οδηγίες του ΕΟΔΥ, σε περίπτωση ελλείψεως υλικών, είχε προταθεί στο προσωπικό να χρησιμοποιεί την ίδια οφθαλμική προστασία (γυαλιά ή ασπίδα προσώπου) και την ίδια μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας, τα οποία αφαιρούνται αν καταστραφούν, λερωθούν ή με την αποχώρηση από τη νοσηλευτική μονάδα.

Στο δεύτερο κύμα, με τον ιό να έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ στην κοινότητα, εθεωρείτο πιο πιθανό οι υγειονομικοί να μην είχαν νοσήσει από έκθεσή τους μέσα στο νοσοκομείο αλλά εκτός. Ο Γαβριήλ Ταχτατζόγλου, αναπληρωτής προϊστάμενος νοσηλευτών στη ΜΕΘ του νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» στη Θεσσαλονίκη, διηγήθηκε τον Νοέμβριο στην «Κ» πώς προσβλήθηκε με τον ιό από το οικογενειακό του περιβάλλον. Η ασθένεια τον ταλαιπώρησε.

«Ολοι έχουμε περάσει κάποια βαριά ίωση στη ζωή μας. Αυτό όμως είναι τελείως πρωτόγνωρο. Αισθάνομαι σε μεγάλες ομάδες μυών, όπως είναι η γαστροκνημία ή οι τετρακέφαλοι, λες και κάποιος προσπαθεί να βγάλει τους μυς από τα οστά, να τους ξεκολλήσει. Είναι πολύ επώδυνο. Κανείς δεν το περιμένει για τον εαυτό του ότι θα νοσήσει. Παρόλο που είμαστε στο κέντρο των ιώσεων, παίρνουμε τα μέτρα μας, οπότε μέσα στα νοσοκομεία είναι ελεγχόμενη η κατάσταση. Θεωρείς ότι δεν θα σε αγγίξει», είχε πει. 

Ακόμη και από τα μετόπισθεν προσπαθούσε να βοηθήσει, οργανώνοντας όσο ήταν εφικτό το πρόγραμμα της ΜΕΘ και τις βάρδιες των συναδέλφων του. «Οταν ένας οργανισμός είναι καταπονημένος και ψυχολογικά επιβαρυμένος, είναι πιο επιρρεπής στο να νοσήσει. Είναι πιο εύκολο να γίνουν λάθη», τόνιζε ο 49χρονος νοσηλευτής. «Το καλό είναι ότι διατηρούμε την ψυχραιμία μας, υπάρχει καλό κλίμα και κάνουμε υπομονή μέχρι να ελεγχθεί η κατάσταση. Προσπαθούμε για το καλύτερο δυνατό γιατί βρισκόμαστε σε πόλεμο».

 
• Οι μαρτυρίες των υγειονομικών δημοσιεύθηκαν στην «Κ» στο πρώτο και δεύτερο κύμα της πανδημίας σε ρεπορτάζ των: Μαριάννας Κακαουνάκη, Ηλιάνας Μάγρα, Πέννυς Μπουλούτζα, Μανίνας Ντάνου, Γιάννη Παπαδόπουλου, Τάσου Τέλλογλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή