1919-1922, Μικρασιατική Εκστρατεία – Αναστάσιος Παπούλας: Από εθελοντής, στην κορυφή της ιεραρχίας

1919-1922, Μικρασιατική Εκστρατεία – Αναστάσιος Παπούλας: Από εθελοντής, στην κορυφή της ιεραρχίας

Ο πολυκύμαντος και τραγικός βίος του αρχιστρατήγου Αναστασίου Παπούλα

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν και επικεφαλής της Στρατιάς Μικράς Ασίας, από τον Νοέμβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1922, ο Αναστάσιος Παπούλας (1857-1935) στο Εκτακτο Στρατοδικείο που δίκασε τους υπαίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής (Δίκη των Εξι, Νοέμβριος 1922) ήταν μάρτυρας κατηγορίας. Εμπειρος μεν, καθώς είχε καταταγεί ως εθελοντής στο Πεζικό στα 21 του χρόνια, ανήλθε σε κορυφαίες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας, χωρίς να έχει εκπαίδευση επιτελούς.

Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τον Φεβρουάριο του 1904 (πριν από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα) στην ομάδα αξιωματικών που επισκέφθηκε την υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία για να εξεταστεί η δυνατότητα ανταρτικής δράσης. Ενα χρόνο αργότερα διετέλεσε διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών – Πειραιώς.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης στο Γουδί (1909) τάχθηκε υπέρ της κυβέρνησης. Στους Βαλκανικούς Πολέμους διοικούσε το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, στη συνέχεια ανέλαβε τη διοίκηση της ΙΙΙ Μεραρχίας (1914) και του Ε΄ Σώματος Στρατού (1916).

Στον Εθνικό Διχασμό τάχθηκε υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου και πρωταγωνίστησε στα Νοεμβριανά το 1916· αθωώθηκε όμως στη σχετική δίκη λόγω έλλειψης στοιχείων. Αναμείχθηκε επίσης στα κινήματα του 1917 (Θήβα, Πελοπόννησος) και για τον λόγο αυτό, καθώς και για την οργάνωση ομάδων επιστράτων, καταδικάστηκε σε θάνατο. Με παρέμβαση του Βενιζέλου δεν εκτελέστηκε, παρέμεινε όμως φυλακισμένος και εκτός στρατεύματος.

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 διορίστηκε αρχιστράτηγος στη Μικρά Ασία. Εφόδιό του ήταν η πείρα. Αυτήν υπογράμμισε ο προκάτοχός του Λ. Παρασκευόπουλος, όταν του παρέδιδε τη διοίκηση της Στρατιάς, χαρακτηρίζοντας τον διορισμό του «επιτυχία της κυβερνήσεως» και τον ίδιο «τον μόνον ενδεδειγμένον αναμφισβητήτως». Στο Εκτακτο Στρατοδικείο κατέθεσε ότι όταν παρέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς, το ηθικό των στρατιωτών ήταν μειωμένο «λόγω των πολιτικών προστριβών» και ότι ο ίδιος εργάστηκε για να επέλθουν συμφιλίωση και ομόνοια. Οταν ανέλαβε, βέβαια, είχε δηλώσει: «Αποφάσισα να απομακρύνω αμέσως από τον στρατό της Μικράς Ασίας, και το έκανα, τα στοιχεία εκείνα που ήταν αδιάλλακτα και κατά την άποψή μου ανίκανα να θέσουν το γενικό συμφέρον της χώρας πάνω απ’ όλα τα άλλα». Συνολικά αντικαταστάθηκαν οι διοικητές των τριών σωμάτων στρατού, των επτά (από τις εννέα) μεραρχιών και πολλών συνταγμάτων, καθώς και αρκετά στελέχη του επιτελείου.

Αφού παρέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς, δήλωσε ότι το ηθικό των στρατιωτών ήταν μειωμένο «λόγω των πολιτικών προστριβών» και ότι εργάστηκε για να επέλθουν συμφιλίωση και ομόνοια.

Στις αρχές Δεκεμβρίου εισηγήθηκε μια περιορισμένη «αναγνωριστική» επίθεση, ώστε να διακριβωθεί η κατάσταση του τουρκικού στρατού, η οποία πραγματοποιήθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου. Η αντίσταση που συνάντησε ο ελληνικός στρατός έδειχνε ότι η ψυχολογία και η τακτική των τουρκικών δυνάμεων είχαν βελτιωθεί, δεν θεωρήθηκε όμως ότι το εμπόδιό τους είναι ανυπέρβλητο.

Την επόμενη χρονιά (1921) οδήγησε τη Στρατιά στις επιχειρήσεις του Μαρτίου, του Ιουνίου – Ιουλίου (κατάληψη Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχειας) και του Αυγούστου (πορεία προς την Αγκυρα). Στο Εκτακτο Στρατοδικείο υποστήριξε ότι «ουδεμία επιχείρησις επροτάθη υπ’ εμού», όλες έγιναν με πρωτοβουλία της κυβέρνησης.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, υποστήριξε ότι, όταν του προτάθηκαν από την κυβέρνηση, επισήμανε τα προβλήματα και τις δυσκολίες του χειμώνα και ζήτησε επιπλέον άνδρες. Σε έγγραφό του προς τον υπουργό Στρατιωτικών (17 Ιανουαρίου) αναφέρει για την προτεινόμενη επιχείρηση: «[…] καίτοι συναντώσα δυσχερείας, ελλείψεως ενισχύσεως προς τελείαν εξασφάλισιν συγκοινωνιών και καταληφθησομένων νέων εκτάσεων και μεταφορικών μέσων προς ανεφοδιασμόν, εν τούτοις είναι δυνατή εντός ταχθείσης προθεσμίας». Στο ίδιο έγγραφο έθετε 11 αιτήματα, «όπως καταστή δυνατή εντός ταχθείσης ημερομηνίας η ως άνω επιχείρησις». Η επιχείρηση ξεκίνησε με δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι οι ενισχύσεις θα έρθουν – όμως δεν ήρθαν έγκαιρα ούτε ήταν όσες είχε ζητήσει.

Πάντως, «[…] η αποτυχία των περιορισμένων επιχειρήσεων του Ιανουαρίου και του Μαρτίου», γράφει ο Llewellyn-Smith, «έγινε η αιτία να αμφιβάλει η κυβέρνηση για τις ικανότητες του Παπούλα και του επιτελείου του. Ο Γούναρης είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο επιθετικό πνεύμα του Παπούλα». Γι’ αυτό η κυβέρνηση βολιδοσκόπησε στα τέλη Μαρτίου τον Ιωάννη Μεταξά· εκείνος όμως δεν αποδέχθηκε την αρχιστρατηγία.

Επιφυλάξεις

Τρεισήμισι μήνες αργότερα (μέσα Ιουλίου), με το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και την Κιουτάχεια να έχουν καταληφθεί, η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία καλούνταν να πάρει μια κρίσιμη απόφαση: αν η Στρατιά συνέχιζε προς την Αγκυρα. Στην πρώτη σύσκεψη που έγινε στην Κιουτάχεια συμμετείχαν μόνο στρατιωτικοί, δεν είχαν όμως όλοι την ίδια γνώμη. Συνέταξαν ωστόσο υπόμνημα προς την κυβέρνηση στο οποίο αναδεικνύονταν οι δυσκολίες του εγχειρήματος, χωρίς να παίρνουν σαφή θέση. Την ίδια στιγμή, ο Γούναρης μετέθετε την απόφαση στους στρατιωτικούς, ρωτώντας αν όντως έχουν συντριβεί οι κεμαλικές δυνάμεις, ώστε η κυβέρνηση να επιδιώξει πολιτική λύση. Ακολούθησε το Πολεμικό Συμβούλιο της 15ης Ιουλίου, στο οποίο έλαβαν μέρος στρατιωτικά και κυβερνητικά στελέχη και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Εκεί ο Παπούλας διατύπωσε επιφυλάξεις, τελικά όμως συναίνεσε και η απόφαση ήταν ομόφωνη. Στο Εκτακτο Στρατοδικείο, ωστόσο, είπε ότι «εγώ πάντοτε είχον αντίθετον γνώμην διά τας επιχειρήσεις της Αγκύρας», ότι στρατιωτικώς δεν υπήρχε λόγος να γίνουν, έβλεπε όμως ότι «η κυβέρνησις επεθύμει να γίνωσιν αι επιχειρήσεις αύται». «Διά να γίνη η επιχείρησις αύτη θα υπήρχε πολιτικός λόγος, θα επήρχοντο κατόπιν ωφελήματα», κατέληξε.

Εκδικητική καταδίκη

Στις 11/24 Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε στη Χίο και στη Λέσβο το κίνημα του Στρατού και του Στόλου. Οι συμμετέχοντες συγκρότησαν Επαναστατική Επιτροπή και δύο ημέρες οι δυνάμεις τους αποβιβάζονταν στο Λαύριο. Παράλληλα διατύπωναν τα αιτήματά τους: άμεση παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης, διάλυση της Βουλής, ενίσχυση του μετώπου της Θράκης. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου παραιτήθηκε, ο Κωνσταντίνος όμως έδωσε εντολή στον Παπούλα να συναντήσει την ηγεσία των επαναστατών, ώστε να αρκεστούν –προς το παρόν– στην παραίτηση της κυβέρνησης. Αργότερα, ο Παπούλας διορίστηκε γενικός διοικητής Θράκης, παραιτήθηκε όμως αμέσως. Τελικά προσχώρησε στη βενιζελική παράταξη και μετά το 1924 έγινε οπαδός της αβασίλευτης δημοκρατίας. Το 1935 συνελήφθη για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου εναντίον της κυβέρνησης των Λαϊκών του Παναγή Τσαλδάρη – ήταν πρόεδρος της ημιστρατιωτικής οργάνωσης Δημοκρατική Αμυνα, την ουσιαστική ηγεσία της οποίας είχε ο Πλαστήρας. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε διά τυφεκισμού στις 24 Απριλίου 1935. Με δεδομένο ότι η ανάμειξή τους στο κίνημα δεν ήταν ουσιαστική, η εκτέλεσή τους θεωρήθηκε ως εκδίκηση για τις εκτελέσεις των έξι το 1922.

1919-1922, Μικρασιατική Εκστρατεία – Αναστάσιος Παπούλας: Από εθελοντής, στην κορυφή της ιεραρχίας-1
O Παπούλας σε πλοίο εν μέσω επιτελών του. 

1919-1922, Μικρασιατική Εκστρατεία – Αναστάσιος Παπούλας: Από εθελοντής, στην κορυφή της ιεραρχίας-2
Στο Ασαγί Κεπέν (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα)

Από την παραίτηση στην παράσταση στο Εκτακτο Στρατοδικείο

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1921, μετά την αναδίπλωση του ελληνικού στρατού δυτικά του Σαγγάριου, ο Γούναρης ενημέρωσε τον Δούσμανη ότι ήθελε να αντικαταστήσει τον Παπούλα και του πρότεινε να αναλάβει αυτός επικεφαλής της Στρατιάς. Ο Δούσμανης αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας τη διατήρηση του Παπούλα στην αρχιστρατηγία και την επιχειρησιακή υπαγωγή της Στρατιάς στο Γενικό Επιτελείο – πρόταση που έγινε αποδεκτή.

Τρεις μήνες αργότερα άρχισαν οι επαφές του Παπούλα με μέλη της Εθνικής Αμυνας, στη συνέχεια δε πληροφορήθηκε το σχέδιό της για αυτονόμηση της Μικράς Ασίας (ενδεχομένως υπό την ηγεσία του). Ενημέρωσε την κυβέρνηση για τις επαφές αυτές κι όταν κλήθηκε στην Αθήνα (Μάρτιος 1922) γνωστοποίησε στην κυβέρνηση τη θέση του: «Εάν όμως η Κυβέρνησις, λόγω του αδιεξόδου στο οποίον ευρίσκεται, αναγκασθή να εκκενώση την Μικράν Ασίαν, παρεκάλει όπως του επιτραπή να ανακηρύξη την αυτονομίαν αυτής, άλλως εζήτει ν’ αντικατασταθή» (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού). Θεωρούσε δηλαδή ότι η προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομου «ιωνικού κράτους» στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης ήταν εφικτή – σε αντίθεση με τον Υπατο Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη. 

Στις 12 Μαΐου, τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη, υπέβαλε την παραίτησή του, επικαλούμενος την υπέρβαση του ορίου ηλικίας. Στην απόφασή του βάρυνε η γνώμη «ότι αι προτάσεις της “Αμύνης” θα έπρεπε να τύχωσι μεγαλυτέρας προσοχής». Εξαιτίας αυτής της εκτίμησης, είχε υποβάλει την παραίτησή του και στις 8 Μαρτίου, η οποία δεν έγινε αποδεκτή. 

Στην επιστολή παραίτησής του πρότεινε ως αντικαταστάτες τον Δούσμανη ή τον Χατζανέστη. Τελικώς αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Χατζανέστη. Στο Εκτακτο Στρατοδικείο, πάντως, ήταν μάρτυρας κατηγορίας του Χατζανέστη. Στην κατάθεσή του δήλωσε ότι τον πρότεινε παρότι γνώριζε ότι «ένεκα των μέτρων τα οποία μετεχειρίζετο, τα υπό την διοίκησιν αυτού τμήματα επανεστάτουν», ενώ στην προηγηθείσα ένορκη κατάθεσή του είχε πει ότι ο διορισμός του Χατζανέστη «είχεν ολέθρια αποτελέσματα επί του –και δι’ άλλα αίτια– αρκούντος κλονισμένου ήδη ηθικού του στρατού». Οταν παρέδωσε τη διοίκηση, είπε, υπήρχαν πολλές ελλείψεις που προέκυψαν όταν «αφηρέθη το δικαίωμα από την Στρατιάν των προμηθειών», αλλά και ελλείψεις σε στελέχη. Επιπλέον είπε ότι όταν τον διαδέχτηκε ο Χατζανέστης «το ηθικό ήταν σε καλή κατάσταση», παραδέχθηκε εντούτοις ότι «οι στρατιώται είχον δυσφορία λόγω της καταστάσεως η οποία επεκράτει» και επειδή «εκουράσθησαν» από τις τρεις επιχειρήσεις του 1921 και την παράταση πολέμου.  

Οταν ο Χατζανέστης τον ρώτησε αν η ήττα ήταν απότοκο της δικής του διοίκησης ή εκείνης του Παπούλα, απάντησε: «Της ιδικής σας». Ο Χατζανέστης επέμεινε, ρωτώντας πόσον καιρό ήταν αρχιστράτηγος ο ένας και πόσον ο άλλος. Σχεδόν είκοσι μήνες απάντησε ο Παπούλας για τον εαυτό του και δυόμισι για τον Χατζανέστη. Και ο τελευταίος: «Αποδίδετε επομένως την επελθούσαν καταστροφήν εις φθοροποιόν αιτίαν των δύο και ήμισυ αυτών μηνών;». «Μάλιστα», απάντησε ο Παπούλας. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή