Αποχαιρετισμός στον Διονύση Σιμόπουλο

Αποχαιρετισμός στον Διονύση Σιμόπουλο

Θα είναι πολύ δύσκολο να χωνέψουμε ότι θα έρθει μια νέα αστρονομική ανακάλυψη, μια νέα φωτογραφία κάποιας μαύρης τρύπας, και δεν θα τον ρωτήσουμε τι σημαίνουν όλα αυτά.

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είμαι έτοιμος να φύγω. Θέλω μονάχα λίγο χρόνο ακόμα να γράψω μερικά πράγματα αλλά κατά τα άλλα είμαι πλήρης. Εζησα πλούσια ζωή, δεν έχω παράπονο. Και ως προς τη δουλειά και ως προς την οικογένειά μου, ήμουν τυχερός άνθρωπος. Οπότε, σου το τονίζω, είμαι πλέον έτοιμος να φύγω».

Αυτά μου έλεγε το 2019 ο Διονύσης Σιμόπουλος από το τηλέφωνο. Μόλις είχε γίνει η πρώτη διάγνωση και οι γιατροί τότε του έδιναν λίγους μήνες ζωής ακόμα. Αναρωτιόμουν που έβρισκε τη δύναμη. Διότι δεν ήταν μονάχα τι έλεγε αλλά και πώς τα έλεγε: με μια απίστευτη, ζηλευτή στερεότητα, αυτή του χορτάτου ανθρώπου, ο οποίος δεν έπαψε να είναι περίεργος αλλά την ίδια στιγμή έμοιαζε να μην του λείπει τίποτα.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Έγραψε όχι ένα αλλά πολλά βιβλία, τα παρουσίασε σε όλη τη χώρα, έκανε πόντκαστ (κάναμε και μερικά μαζί για την «Κ» πέρσι το καλοκαίρι), έδινε ομιλίες, δεν σταμάτησε στιγμή.

Είχε αυτό τον φοβερό παιδικό ενθουσιασμό για τα πάντα και την ίδια στιγμή έμοιαζε να ξέρει, καλύτερα από τον καθένα μας, ότι ζεις μονάχα μια φορά.

Ο άνθρωπος που μας μύησε από παιδιά στη σαγήνη των άστρων και στο αίνιγμα του σύμπαντος, ο άνθρωπος που συνδύασε με τόσο περίτεχνο τρόπο την αστρονομία και την αστροφυσική και την κοσμολογία με την αφήγηση, με το παραμύθι (το οποίο όμως ουδέποτε ξεπέφτει σε παραμύθιασμα), ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στην δημιουργία του Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, αυτός ο άνθρωπος που γελούσε με την καρδιά του και στη σελίδα του στο Facebook ανέβαζε κάθε τόσο τραγούδια που αγαπούσε από μικρός, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως δεν είναι πια στη ζωή.

Αλλά η ζωή έχει αυτή την αφόρητη σκληρότητα: η μέθεξη από ιστορίες και η φαντασμαγορία των άστρων, όλα καταλήγουν στη σιωπή.

Βεβαίως, με την περίπτωση του Διονύση Σιμόπουλου δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα: έχουμε τη φωνή του και τη μορφή του αποτυπωμένη σε πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, έχουμε τα βιβλία του και έχουμε κληρονομιά του την εκπληκτική εργασία που γίνεται εδώ και χρόνια στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο, έχοντας πάρει τη σκυτάλη από εκείνον ο Μάνος Κιτσώνας ο οποίος συνεχίζει δυναμικά και δημιουργικά από ένα πόστο που για πολλά χρόνια ήταν ταυτισμένο με τον Διονύση Σιμόπουλο.

Για εμάς, τους δημοσιογράφους που τον γνωρίσαμε, θα είναι πολύ δύσκολο να χωνέψουμε ότι θα έρθει μια νέα αστρονομική ανακάλυψη, μια νέα φωτογραφία κάποιας μαύρης τρύπας, και δεν θα τον ρωτήσουμε τι σημαίνουν όλα αυτά. Θα μας λείψει πολύ.

Προσωπικά, θα τον θυμάμαι πάντοτε καθισμένο στο γραφείο του, στο Πλανητάριο, να με υποδέχεται όλος χαρά το 2002 για να σχεδιάσουμε κάποιο νέο αφιέρωμα στις Επτά Ημέρες της κυριακάτικης «Κ».

Θα τον θυμάμαι να δίνει διαλέξεις στην φοβερή αίθουσα προβολών, και να διηγείται πώς σε πέντε με έξι δισεκατομμύρια χρόνια ο Ηλιος μας θα τελειώσει τη ζωή του παρασύροντας στο χαμό και τη Γη μας, όπου ένας έντρομος ακροατής τον διέκοψε για να τον ρωτήσει: «Με συγχωρείτε, κύριε Σιμόπουλε, είπατε πέντε-έξι δισεκατομμύρια ή πέντε-έξι εκατομμύρια;» και γελαστός ο Διονύσης Σιμόπουλος τον καθησύχασε, λέγοντάς του «δισεκατομμύρια, μην ανησυχείτε» και ο ακροατής έβαλε τα γέλια μαζί με όλους μας. Θα τον θυμάμαι να τον επισκεπτόμαστε στο σπίτι του για μια συνέντευξη άκρως βιωματική παρέα με τον Νίκο Κοκκαλιά το 2019 και πέρσι ξανά με τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο για τη σειρά των πόντκαστ.

Πέρσι ειδικά ήταν φανερά καταβεβλημένος. Κι ωστόσο, μόλις του έκανα μια ερώτηση («Υπάρχει χρόνος τελικά;», «Είμαστε μόνοι στο σύμπαν;», «Υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα;» κ.ο.κ.), ήταν λες και δεν υπήρχε αρρώστια, φθορά, αδυναμία. Τα ξεχνούσε όλα στη στιγμή.

Περισσότερο από έναν αποχαιρετισμό σε έναν σπουδαίο αφηγητή και μύστη στην επιστήμη, αυτό είναι και αποχαιρετισμός σε έναν μακρινό μα καλό φίλο: ακόμα και πάνω στις πιο δύσκολες στιγμές της ασθένειάς του, είχε το νου του να σηκώσει το τηλέφωνο και να ρωτήσει με ενδιαφέρον και ανησυχία πώς πάει ένα τετράχρονο κορίτσι που είχε προσβληθεί με λευχαιμία, να ευχηθεί κάθε καλό από την καρδιά του, όχι μία αλλά κάμποσες φορές.

Όπως έδειξε σε ένα ποίημα (το «I am Like a Slip of Comet…» – Είμαι όπως το πέρασμα ενός κομήτη) ο Τζέραρντ Μάνλεϊ Χόπκινς, Αγγλος ποιητής της βικτοριανής περιόδου, το πέρασμα ενός κομήτη θυμίζει τον ανθρώπινο βίο: έρχεται από μιαν άβυσσο, γίνεται ολόφωτος χάρη στον ήλιο ώσπου χάνεται ξανά μέσα στο αχανές σκότος.

Η σκέψη φέρνει λύπη. Η συγκίνηση όμως ξεπλένει τη λύπη: συγκίνηση από αυτή την ανεξίτηλη σφραγίδα ανθρώπινης περιέργειας που φέρει μαζί της όλα εκείνα τα ψήγματα των ονείρων του ανθρώπου και της τέχνης του.

Το νεαρό παιδί από την Πάτρα που ως πρόσκοπος είδε μια νύχτα του 1960 τον έναστρο ουρανό με τηλεσκόπιο από την Αμφίκλεια και μαγεύτηκε και έπειτα βρέθηκε να σπουδάζει στην Αμερική με 250 δολάρια όλα κι όλα στην τσέπη, ανέλαβε το πλανητάριο της Λουιζιάνα για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να προσφέρει επί σειρά δεκαετιών σε γενιές Ελληνόπουλων, ο Διονύσης Σιμόπουλος έγινε αυτό που έλεγε πάντοτε ότι είμαστε: σκόνη των άστρων. Ο ίδιος μπορεί να έσβησε, το φως του όμως ταξιδεύει ακόμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα άστρα.

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή