Πάρνηθα: «Σε 7 μέρες κάηκαν 15 χρόνια φυσικής αναγέννησης του δάσους»

Πάρνηθα: «Σε 7 μέρες κάηκαν 15 χρόνια φυσικής αναγέννησης του δάσους»

Η πύρινη λαίλαπα εμφανίστηκε τη στιγμή που η φύση, συνεπικουρούμενη από τον άνθρωπο, είχε αρχίσει να αναγεννάται απειλώντας με οριστική καταστροφή μέρος του δάσους

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Βάσει των έως τώρα στοιχείων, η φετινή πυρκαγιά στην Πάρνηθα έχει επεκταθεί καταστρέφοντας περισσότερα στρέμματα από εκείνη του 2007», δηλώνει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς, «το ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο ποσοτικό, η πυρκαγιά έχει σωρευτική επίδραση, γιατί έρχεται να ανατρέψει την πορεία φυσικής ανάκαμψης, στην οποία βρισκόταν σήμερα το δάσος».

Η φωτιά που μαίνεται εδώ και 7 μέρες κατέστρεψε, μεταξύ άλλων, σημεία όπου είχε γίνει φυσική αναγέννηση. Ο διευθυντής της WWF δεν προχωράει σε απολογισμό, καθώς όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, η φωτιά ακόμη δεν έχει σβήσει. «Είναι εξοργιστικό να καίγεται εκ νέου ένα δάσος, που βρίσκεται σε τόσο κοντινή απόσταση από την πρωτεύουσα της χώρας και έχει τόσο μεγάλη οικολογική σημασία», καταλήγει. Υπενθυμίζεται πως η Πάρνηθα επλήγη και το 2021 από πυρκαγιά.

Πάρνηθα: «Σε 7 μέρες κάηκαν 15 χρόνια φυσικής αναγέννησης του δάσους»-1

Η πύρινη απειλή εμφανίστηκε τη στιγμή που η φύση, συνεπικουρούμενη από τον άνθρωπο, είχε αρχίσει να αναγεννάται. «Η φωτιά ξεκίνησε από ώριμο πευκοδάσος (σ.σ. που δεν είχε καεί για πάνω από 50 χρόνια) και προχώρησε μέσα από χαράδρες προς το κομμάτι που είχε καεί το 2007», περιγράφει στην «Κ» ο κ. Νίκος Γεωργιάδης, υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος του WWF Ελλάς. «Εκαψε στρέμματα δάσους, όπου είχε πραγματοποιηθεί φυσική αναγέννηση με πεύκα και σκληρόφυλλη βλάστηση». Το χρονικό όριο που ένα πεύκο χρειάζεται ώστε να είναι ικανό να αντεπεξέλθει σε μια φωτιά ορίζεται στα δεκαπέντε χρόνια. «Υπάρχουν δύο κατηγορίες δασών», διευκρινίζει ο κ. Γεωργιάδης, «όσα βρίσκονται σε υψόμετρο κάτω των 1.000 μέτρων, τα οποία αποτελούνται από πεύκα, θερμόφιλα φυλλοβόλα και μακία βλάστηση, διαθέτουν εξελιγμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης μετά μία πυρκαγιά, εφόσον έχουν ωριμότητα 15-20 ετών». Εν προκειμένω, τα συγκεκριμένα πεύκα, τα οποία αναπτύχθηκαν σαφώς μετά το 2007, είναι συζητήσιμο αν έχουν αποκτήσει την απαιτούμενη ωριμότητα.

Το μεγάλο, ωστόσο, διακύβευμα είναι το ελατοδάσος – από το οποίο το 62% χάθηκε στη φωτιά του 2007. «Τα δάση που φύονται σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα αποτελούνται κυρίως από ελάτη και μαύρη πεύκη, δεν έχουν αναπτύξει μηχανισμούς αναγέννησης των πεύκων», συνεχίζει ο κ. Γεωργιάδης. Για την αναγέννησή του απαιτείται συντονισμένη επιστημονική παρέμβαση, κάτι που συνέβη τα προηγούμενα χρόνια με μεγάλο κόπο και κόστος από το WWF Ελλάς σε συνεργασία με τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, το δασαρχείο Πάρνηθας και τη Διεύθυνση Αναδασώσεων Αττικής. Ουσιαστικά, το έργο βρισκόταν ακόμη εν εξελίξει…

Οι πλημμύρες είναι αναμενόμενες ύστερα από καταστροφή δασών. Αντίστοιχα, αναμένεται επιβάρυνση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. «Οσο το μέτωπο της φωτιάς ήταν ενεργό, η ατμόσφαιρα επιβαρύνθηκε σημαντικά», τονίζει ο κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ και πρόεδρος στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, «όσο περνούν τα 24ωρα η ατμόσφαιρα στην Αττική θα επανέρχεται στα “κανονικά” της επίπεδα, τα οποία όμως δεν ήταν τα επιθυμητά – γι’ αυτό είχαμε ανάγκη ενεργό πράσινο γύρω από την πόλη». Οι ρύποι προσροφώνται στα φύλλα. «Με αυτόν τον τρόπο επιφέρουν θετική αλλαγή στο χημικό ισοζύγιο της ατμόσφαιρας», σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης.

«Φυσικό κλιματιστικό»

Η Πάρνηθα εθεωρείτο ανέκαθεν το «φυσικό κλιματιστικό» του λεκανοπεδίου. «Το έλατο, χάρη στο υψόμετρο που βρίσκεται και στο φύλλωμα που διαθέτει, έχει την ιδιότητα να δροσίζει τον αέρα, έτσι όπως κατεβαίνει από το βουνό με κατεύθυνση την πόλη», περιγράφει ο κ. Νίκος Χαραλαμπίδης, γενικός διευθυντής στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Η δροσιά, όπως προσθέτει ο κ. Σαρηγιάννης, που παράγεται στο δάσος περνάει, υπό κανονικές συνθήκες, στην πόλη. «Η απώλεια φυτών επιφέρει αλλαγή των ανακλαστικών στην επιφάνεια της γης, συνεπώς αλλάζει το θερμικό ισοζύγιο, επιτείνοντας το φαινόμενο των θερμικών νησίδων».

Αν στο εξής είναι «εκτός λειτουργίας» και το φυσικό κλιματιστικό, η θερμοκρασία στην πόλη μοιραία θα ανεβεί. Μετρήσεις που έχει κάνει η Greenpeace έχουν δείξει θερμοκρασίες μέχρι και 70 βαθμούς σε άσφαλτο, αυτοκίνητα και τοίχους παλιών κτιρίων. «Θα πρέπει πλέον να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε ψυχρά υλικά, να εμπλουτίζουμε την πόλη με πράσινο και με νερό, χρειαζόμαστε φύτευση και σκίαση στην Αθήνα, έτσι ώστε να πέσει συνολικά η θερμοκρασία από 3 έως 5 βαθμούς· μισός βαθμός δεν αρκεί», επισημαίνει ο κ. Χαραλαμπίδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή