«Ηταν γραφτό να ριζώσουμε στην Ελλάδα»

«Ηταν γραφτό να ριζώσουμε στην Ελλάδα»

Δύο μετανάστες θυμούνται τα πρώτα χρόνια τους στη χώρα, το ’80 και το ’90

7' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πώς αντιμετώπιζαν οι Ελληνες τους ξένους τις περασμένες δεκαετίες; Είχαν ρατσιστική συμπεριφορά και πώς την εκδήλωναν; Πότε θεωρούσαν κάποιον «ξένο» «δικό» τους; Με αφορμή τη σημερινή, παγκόσμια ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, η «Κ» συνομιλεί με δύο μετανάστες, τον Αμπντελσαλάμ και την Ερικέτα, που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα τη δεκαετία του ’80 και του ’90 για να αποφύγουν τις συνέπειες των κοινωνικοπολιτικών αναταρχών στις πατρίδες τους, τη Λιβύη και την Αλβανία. «Ηταν γραφτό να ριζώσουμε εδώ» καταλήγουν και οι δύο, που περιγράφουν την άφιξη τους στην Αθήνα, την επαφή τους με τους Ελληνες, τα εμπόδια, αλλά και την αποδοχή τους από την ελληνική κοινωνία. 

Βόλτες, ταβέρνες, ντισκοτέκ, μια Αθήνα με ξέγνοιαστους και φιλικούς, λίγοτερους  απ’ότι σήμερα, κατοίκους. Ετσι περιγράφει τη ζωή στην Ελλάδα του ’80 ο 66χρονος σήμερα Λίβυος Αμπντελσαλάμ Αλζακαμπί στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο. «Αυτά ήταν τα καλύτερα μου χρόνια: από το 1980 έως το 1986» θυμάται ο κ. Αλζακαμπί, που έφτασε τον Μάρτιο του 1980 μαζί με περίπου 100 συμπατριώτες του, βάσει διακρατικής συμφωνίας, ως σπουδαστής στην τεχνική σχολή του ΟΤΕ. «Ηταν η πρώτη μου φορά που ταξίδεψα με αεροπλάνο» λέει στην «Κ», «με εντυπωσίασαν οι αυτοκινητόδρομοι και τα ψηλά κτίρια». 

Στα 25 του γνώριζε ήδη τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, θαύμαζε το αρχαίο ελληνικό θέατρο, ενώ είχε εξοικείωση με τους Ελληνες. «Με τα παιδιά της ελληνικής παροικίας της Βεγγάζης παίζαμε μαζί, σε αντίθεση με τους άλλους δυτικούς, οι Ελληνες διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους αυτόχθονες» υπογραμμίζει. «Στη Λιβύη ασχολιόμουν με το θέατρο, είχα δε κάνει τα πρώτα μου δειλά βήματα στη δημοσιογραφία». Οταν, όμως, δημοσιοποιήθηκε το εν λόγω πρόγραμμα εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ο αδελφός του τον προέτρεψε να πάει, καθώς προμηνύονταν πολιτικές αναταραχές στη χώρα, «για να αποφύγω μια πιθανή επιστράτευση». Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα κυλούν σαν νερό. «Ζούμε όλοι μαζί στην Καλλιθέα, έχουμε αραβόφωνο διερμηνέα και βέβαια την υποτροφία από τη Λιβύη». 

Μετά την αποφοίτηση, όμως, ο ίδιος δεν επιστρέφει στη Βεγγάζη, καθώς δεν είναι φίλα προσκείμενος στο καθεστώς Καντάφι. «Πιάνω δουλειά στην πρώτη αραβική εφημερίδα που είχε ιδρυθεί, κάνω αίτηση για άδεια παραμονής και βγαίνει εύκολα, καθώς τότε είμαστε μετρημένοι στα δάκτυλα οι ξένοι». Ο νεαρός Λίβυος μετακομίζει αργότερα στη Νέα Μάκρη για λόγους ασφαλείας, καθώς τέσσερις δολοφονίες Λιβύων αντιφρονούντων στην Αθήνα τον έχουν θορυβήσει. Ο Αμπντούλ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, κάνει ένα σωρό δουλειές για να επιβιώσει- φούρνο, ζαχαροπλαστείο, οικοδομή, δεν ξεχνά, όμως, ποτέ τη μεγάλη του αγάπη, τη δημοσιογραφία. 

«Το 1992 λόγω του ρεύματος μετανάστευσης από την Αλβανία το σύστημα γίνεται πιο αυστηρό, μου αρνούνται την ανανέωση της άδειας και μου δίνουν χαρτί απέλασης» εξηγεί ο ίδιος, που επιστρέφει στη Λιβύη το διάστημα 1992-98. Οι καθημερινές, όμως, προκλήσεις είναι πολλές, οπότε επανέρχεται στην Ελλάδα. «Από το 1999 και έως το 2012 εργαζόμουν για δύο αραβικές εφημερίδες, το Πανοράμα και το Αλνταφατάν, εν συνεχεία μέχρι και το 2020 ως διερμηνέας λόγω και της προσφυγικής κρίσης». Για τον ίδιο οι πιο έντονες στιγμές είναι στο λιμάνι του Πειραιά, όπου καταφθάνουν πρόσφυγες κυρίως από τη Συρία. «Πολλές φορές έκλαιγα με όσα καλούμην να μεταφράσω».

Το 2014 κάνει αίτηση για πολιτογράφηση. «Μάζεψα μόνος μου τα έγγραφα, χωρίς δικηγόρο, ήμουν τυχερός γιατί το 2016 τελικά πήρα την ελληνική υπηκοότητα». Στις εξετάσεις ελληνομάθειας κλήθηκε να αφηγηθεί τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, «τα οποία, ίσως και λόγω ηλικίας, γνώριζα καλύτερα και από τους εξεταστές» παρατηρεί. «Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ, ένιωσα ευπρόσδεκτος· θεωρώ ότι οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές» απαντά στο εύλογο ερώτημα, «δεν θα ξεχάσω ποτέ τον φίλο μου τον Πέτρο, που ήρθε μαζί με τον γιο του μετά τον σεισμό του ’99 να μείνουν μαζί μου, για να μην με βρει ένας επόμενος μετασεισμός μόνο». Για τον ίδιο, η Αθήνα είναι ο ομφαλός της Γης, «όπου περπατώ, από κάτω έχει ιστορία» λέει, καθώς διασχίζει την οδό Αθηνάς. «Εχω ταξιδέψει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όμως πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα να ζήσω». Τώρα, ως συνταξιούχος, απολαμβάνει το κλεινόν άστυ: κάνει μεγάλους περιπάτους, επισκέπτεται γκαλερί και μουσεία, καταγράφει στην προσωπική του σελίδα στο facebook στιγμές από τη ζωή της πόλης. «Διατηρώ μια εβδομαδιαία στήλη στην εφημερίδα Al- Hayat, στην οποία συχνά αναλύω θέματα ελληνικής επικαιρότητας: από την ανάδειξη του Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έως την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα». 

«Ολα ανατράπηκαν»

«Δεν θα αντέξεις τόσο σκληρή δουλειά, είσαι αδύναμη και αλλιώς μαθημένη». Είναι 1998 και ένα νεαρό ζευγάρι στο Ελ Μπασάν της Αλβανίας συζητά την προοπτική μετανάστευσης στην Ελλάδα. Ο άνδρας έχει ήδη εργαστεί με βίζα για τρεις μήνες στην Καστέλλα. Η 27χρονη τότε γυναίκα του, καθηγήτρια αλβανικής λογοτεχνίας και γλώσσας στο γυμνάσιο της πόλης, θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει. «Είχα μια καλή θέση στην Αλβανία, όμως με τις αναταραχές το 1997, όλα ανατράπηκαν» θυμάται σήμερα η κ. Ερικέτα Κορλαζία , Καίτη για τους Ελληνες, μιλώντας στην «Κ». «Ο άνδρας μου έχασε τη δουλειά του και με έναν μισθό δεν μπορούσαμε να ζήσουμε». Στην πατρίδα τους, άλλωστε, επικρατεί χάος. «Ακούγαμε πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα, ο κόσμος είχε αγριέψει».  Το ζευγάρι παίρνει τη μεγάλη απόφαση τον Αύγουστο. «Ο σύζυγός μου και ο 2χρονος τότε γιος μου πέρασαν τα σύνορα χάρη στη δική του βίζα, εγώ αναγκαστικά με πλαστά χαρτιά, τα οποία πληρώσαμε αδρά». Με ψεύτικο όνομα και επίθετο, προσποιούμενη επιπλέον ότι δεν γνωρίζει τα άλλα μέλη της οικογένειας, καταφέρνει τελικά να περάσει τα σύνορα. «Από εκείνη την ημέρα φώλιασε μέσα μου ο φόβος».

Τα πρώτα χρόνια η Ερικέτα καθαρίζει σπίτια. «Είχα μεγάλο άγχος γιατί δεν καταλάβαινα τι μου ζητούσαν οι κυρίες στα ελληνικά». Από τη γλώσσα του σώματος αντιλαμβάνεται συχνά τη δυσαρέσκειά τους, το «μεγάλο σεκλέτ». «Είχαν και εκείνες άγχος που έβαζαν έναν ξένο άνθρωπο στο σπίτι τους». Κάποιες φορές θέλουν να την τεστάρουν. «Αφηναν στο σπίτι χρήματα επίτηδες, για να δουν την αντίδραση μου». Μετά από επτά μήνες αγοράζει ένα ελληνοαλβανικό λεξικό. «Οσο αρχίζω να μιλάω ελληνικά, οι εργοδότες μου χαλαρώνουν, με βλέπουν με άλλο μάτι, ‘είσαι δικιά μας τώρα’ μου λένε». Δεν είναι λίγες οι φορές που θα της προτείνουν να μείνει λίγο παραπάνω, «να τα πούμε». «Μου άνοιγαν την καρδιά τους, πολλές κυρίες ηλικιωμένες με έβλεπαν σαν κόρη τους». Την βοηθούν δίνοντας της ρούχα, άλλες φορές την κερνάνε κάτι ή της κάνουν ένα δώρο. «Στην Ελλάδα δεν πεινάσαμε, το ενοίκιο τότε ήταν διαχειρίσιμο» σχολιάζει, «το παιδί το γράψαμε αμέσως στον παιδικό σταθμό, του βγάλαμε βιβλιάριο υγείας και συνεχίσαμε κανονικά το πρόγραμμα εμβολιασμού».  

«Θυμάμαι να με έχουν πάει στον γιατρό εργοδότες μου· τα πρώτα τέσσερα χρόνια ήμασταν χωρίς χαρτιά και ανασφάλιστοι». Ο φόβος φουντώνει κάθε φορά που αργεί να επιστρέψει ο άνδρας της σπίτι: γίνονται συνεχώς επιχειρήσεις σκούπα και απουσία κινητών η συνεννόηση είναι αδύνατη. Την ίδια την κατεβάζουν δύο φορές αστυνομικοί κάτω από το λεωφορείο. «Καθόμασταν στην άκρη του δρόμου, ο κόσμος μας κοίταζε και εγώ ντρεπόμουν πολύ». Η Ερικέτα βρίσκει ένα ασφαλές «λιμάνι» σε μία οικογένεια στη Γλυφάδα, όπου θα εργαστεί για είκοσι συναπτά έτη, σε ένα σπίτι με μια μεγάλη βιβλιοθήκη, μέσω της οποίας θα γνωρίσει τους Ελληνες λογοτέχνες. Ξαναβγαίνει στην αγορά εργασίας, μετά τα πενήντα, με πολύ άγχος. «Θα είχα καταφέρει να γίνω τραπεζοκόμος στο νοσοκομείο, αν είχα την ιθαγένεια, χωρίς όμως την υπηκοότητα, είμαι σήμερα καθαρίστρια». Μέχρι και σήμερα δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει την υπηκοότητα– αν και διαθέτει το Β2 στα ελληνικά και έχει περάσει τις εξετάσεις πιστοποιητικού επάρκειας γνώσεων για πολιτογράφηση. «Μου λείπουν ένσημα, επειδή πάντα μου κολλούσαν λιγότερα απ’ όσα δούλευα και επίσης είχα απώλεια εισοδήματος στη διάρκεια της καραντίνας, με συνέπεια να μην συμπληρώνω το απαιτούμενο μηνιαίο εισόδημα των 700 ευρώ για εννιά συναπτά έτη» εξηγεί, «η αίτηση μου δεν προχωράει».  

Η ζωή στην Ελλάδα συνοψίζεται για την ίδια στη λέξη «επιβίωση». «Δουλειά σπίτι, μαγείρεμα και διάβασμα του παιδιού». Η Ερικέτα, όμως, διψά για παραπάνω. «Οταν έμαθα για τη Σχολή ‘Πόρτα’, όπου δίδασκαν δωρεάν αγγλικά σε Αλβανούς, γράφτηκα κατευθείαν, το είχα καημό επειδή στην Αλβανία μαθαίναμε γαλλικά, αλλά όχι αγγλικά». Λίγο καιρό πιο μετά, ξεκινά στην ‘Πόρτα’ το πρόγραμμα εκμάθησης αλβανικών σε παιδιά. «Ετσι, ξαναμπήκα σε τάξη» λέει η ίδια που σήμερα είναι αντιπρόεδρος στον Σύλλογο Αλβανών Εκπαιδευτικών. «Διοργανώνουμε μαθήματα γλώσσας Σάββατα και Κυριακές, κάνουμε αίτηση στους κατά τόπους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων για να μας παραχωρήσουν τάξεις σε σχολεία, όπου υπάρχουν πολλοί ενδιαφερόμενοι· φέτος διδάσκουμε σε δύο σημεία στο κέντρο της Αθήνας παιδιά και σε ένα άλλο ενήλικες». Η επιστροφή στην εκπαίδευση, τα τελευταία δέκα χρόνια, την έχει ενδυναμώσει.  

«Πριν την πανδημία ο σύζυγος μου μετέβη στη Γερμανία και υπολόγιζα ότι θα τον ακολουθούσα- για τον λόγο αυτό έμαθα γερμανικά (σ.σ. πήρε το πτυχίο Β1), όμως ήρθε το lockdown, o ίδιος εγκλωβίστηκε εκεί και τα σχέδια μας ναυάγησαν». Δεν είναι η πρώτη φορά που τα σχέδια της οικογένειας δεν ευοδώνονται. «Είχαμε παλαιότερα προσπαθήσει για ΗΠΑ, Καναδά και Σουηδία, αλλά δεν τα καταφέραμε, πιστεύω τελικά ότι είναι γραφτό να μείνουμε εδώ, άλλωστε χωρίς ήλιο εγώ δεν μπορώ να ζήσω» απαντά στο εύλογο ερώτημα. «Στην Ελλάδα βίωσα ομολογουμένως πολλές δυσκολίες, αλλά περισσότερες νίκες· η μετανάστευση ήταν επωφελής επίσης για τον γιο μου, ο οποίος έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο και έχει λάβει την ελληνική υπηκοότηα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή