Νεκρός, στη Μαριούπολη, με μια κάμερα στο χέρι

Νεκρός, στη Μαριούπολη, με μια κάμερα στο χέρι

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο Μάντας Κβενταραβίγιους δολοφονήθηκε σήμερα στη Μαριούπολη, με μια κάμερα στο χέρι, σε αυτόν τον σκατένιο πόλεμο του κακού εναντίον όλου του κόσμου», έγραφε στην ανάρτησή του στο Facebook ο Ρώσος σκηνοθέτης Βιτάλι Μάνσκι, ιδρυτής και διευθυντής του τελευταίου ανεξάρτητου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Artdocfest, στο οποίο συμμετείχε ο Λιθουανός σκηνοθέτης στο παρελθόν. Ο Μάντας Κβενταραβίγιους ήταν ήδη νεκρός όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ρωσική ρουκέτα είχε χτυπήσει το αυτοκίνητό του. Ηταν 45 ετών, παντρεμένος. Είχε δύο μικρά παιδιά.

«Χάσαμε έναν σημαντικό δημιουργό, γνωστό στη Λιθουανία και στον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος, παρά τον κίνδυνο, εργαζόταν μέχρι την τελευταία στιγμή στην Ουκρανία, που αμύνεται απέναντι στον Ρώσο εισβολέα», δήλωσε ο Λιθουανός πρόεδρος Ζίτανας Νόσεντα.

Ο Κβενταραβίγιους είναι πράγματι γνωστός στη Λιθουανία και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ο ίδιος και το έργο του ανήκουν σ’ έναν κόσμο άγνωστο για τους περισσότερους στην Ελλάδα: τον κόσμο των ανατολικών χωρών, η ιστορία των οποίων, το παρελθόν και παρόν τους, κυκλοφορεί εδώ μέσα από διαστρεβλωμένες αφηγήσεις και ιδεολογικές εμμονές που οδηγούν σε προκαταλήψεις, στο μικρότερο ποσοστό καταδίκης της εισβολής και στο μεγαλύτερο ως προς την κατανόηση των ενεργειών του Πούτιν, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Δεν ισχύει το ίδιο για τις υπόλοιπες δυτικές χώρες. Το έργο του Μάντας Κβενταραβίγιους έχει προβληθεί σε περισσότερα από 40 διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ και έχει κερδίσει 15 διεθνή βραβεία ντοκιμαντέρ, μεταξύ των οποίων αυτά της Διεθνούς Αμνηστίας και της κριτικής επιτροπής που του απονεμήθηκαν το 2011 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου για το πρώτο από τα δύο πιο σημαντικά ντοκιμαντέρ που πρόλαβε να γυρίσει: Το «Barzakh», λέξη που στα λιθουανικά σημαίνει λίμπο, αυτήν την κατάσταση διέλευσης μεταξύ ζωής και θανάτου και που μπορεί ίσως να περιγραφεί ως ένας νεφελώδης χώρος, όπου η ποιότητα ζωής και η ευτυχία δεν είναι δυνατές αφού κάποιος βρίσκεται σε μια αόριστη κατάσταση.

Σαν ένα σύνορο μεταξύ δύο κόσμων που δημιουργεί ένα παράξενο «πουθενά» περιγράφεται στο «Barzakh» η κατάσταση στην Τσετσενία, τη χώρα του βόρειου Καυκάσου, όπου οι ρωσικές δυνάμεις διεξήγαγαν δύο πολέμους για την καταστολή των εξεγέρσεων μεταξύ 1994 και 2009. Ο Μάντας πέρασε τρία χρόνια κάνοντας έρευνα από το 2006 και γυρίζοντας κρυφά την ταινία για την Τσετσενία του Καντίροφ, για τις τύχες ανθρώπων που, χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, συλλαμβάνονται, ρίχνονται σε μυστικές φυλακές και βασανίζονται. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται εκεί μετά την απαγωγή τους από άλλα σημεία της ρωσικής επικράτειας. Για τους δικούς τους είναι εξαφανισμένοι.

«Παρά τον κίνδυνο, εργαζόταν μέχρι την τελευταία στιγμή στην Ουκρανία, που αμύνεται απέναντι στον Ρώσο εισβολέα».

Σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Ντιμίτρι Βόλτσεκ του Radio Liberty, εξηγούσε την τραγωδία της εξαφάνισης: «Στην αρχή με ενδιέφερε περισσότερο η άμεση βία. Αλλά συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που περιμένουν τους εξαφανισμένους έχουν ένα διαφορετικό είδος πόνου – ίσως και βαρύτερο, και δεν είναι ορατός. Ενα χρόνο αφότου είχα ξεκινήσει τις έρευνες, συνειδητοποίησα πόσο βαθιά εισχωρεί στην ψυχή ο πόνος της εξαφάνισης, πόσο “εκρήγνυται” ένα άτομο βαθιά μέσα στην ψυχή του, εκρήγνυται ολόκληρη η οικογένεια. Και ολόκληρη η κοινωνία ανατινάζεται εκ των έσω. Είναι πολύ τρομακτικό να ζεις σε ένα τέτοιο κενό. Οι απαχθέντες από τις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας, που δρουν στοχευμένα, και από τους ανθρώπους του Ραμζάν Καντίροφ, που όταν δεν βρίσκουν τρομοκράτες συλλαμβάνουν τυχαία νεαρούς άνδρες, βασανίζονται, ομολογούν και κηρύσσονται εγκληματίες. Παρόλο που η μόνη τους ενοχή είναι ότι έχουν έναν μακρινό συγγενή που είναι αυτονομιστής, ή ότι έλαβαν sms από αυτονομιστή, ή ότι σπούδασαν μαζί με κάποιον πριν από 15 χρόνια. Μπαίνουν συνήθως σε μια από τις μυστικές φυλακές, όπως αυτή του Χόσι-Γιουρτ. Είναι το πατρογονικό χωριό του Καντίροφ, ένα φρούριο στο οποίο δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς – ούτε δημοσιογράφοι ούτε αντιπροσωπείες. Είναι μια μαύρη τρύπα, από την οποία κανείς δεν βγαίνει ζωντανός».

Το «Barzakh» είναι αφιερωμένο στη δολοφονημένη στην Τσετσενία δημοσιογράφο της ανεξάρτητης ρωσικής εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», Νατάλια Εστεμίροβα, η οποία είχε για ένα διάστημα φυλακιστεί σε μια μυστική φυλακή, πρώην ίδρυμα για κωφαλάλους: «Ηταν ο φύλακας άγγελός μου», λέει για την Εστεμίροβα ο σκηνοθέτης στην ίδια συνέντευξη, «με προστάτευε».

Το δεύτερο ντοκιμαντέρ του Μάντας Κβενταραβίγιους, «Mariupolis», προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2016 και αφορούσε την πόλη για την οποία διεξάγονται τώρα σκληρές μάχες. Την πόλη που κατά 90% έχει πλέον καταστραφεί. Γεννήθηκε την άνοιξη του 2015, όταν ο Μάντας πήγε στην Οδησσό για να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους («Stasis») και αποφάσισε να γυρίσει μερικές σκηνές στο ελληνικό χωριό Σαρτανά στην ανατολική Ουκρανία, κοντά στη Μαριούπολη. Φτάνοντας εκεί, συνειδητοποίησε ότι «ήταν η πιο κινηματογραφική πόλη που θα μπορούσε να υπάρξει» και όπως είχε δηλώσει στη διάρκεια του Φεστιβάλ στο Βερολίνο, «τότε κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να είναι απλώς μερικές σκηνές. Για τη Μαριούπολη χρειαζόταν μια ολόκληρη ταινία».

Στις 25 Ιανουαρίου του 2015, η Μαριούπολη βομβαρδιζόταν από φιλορωσικές δυνάμεις, τριάντα ένας άνθρωποι έπεφταν νεκροί και 117 τραυματισμένοι και ενώ στο ντοκιμαντέρ υπάρχουν πλάνα από τους βομβαρδισμούς, ο σκηνοθέτης εμφατικά επικεντρώνεται στον εορτασμό της 9ης Μαΐου, Ημέρας της Νίκης για τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου όπως τον ονομάζουν οι Ρώσοι. Στην κεντρική πλατεία της Μαριούπολης αυτοί που φορούν την «κορδέλα του Αγίου Γεωργίου», στρατιωτικό ρωσικό σύμβολο που ιδίως μετά το 2014 και την εξέγερση του Μαϊντάν αναγνωρίζεται ως σύμβολο πίστης στο Κρεμλίνο, ουρλιάζουν βρίζοντας όσους έχουν επιλέξει να γιορτάσουν καρφιτσώνοντας στα ρούχα τους το ουκρανικό σύμβολο της νίκης – την κόκκινη παπαρούνα. «Είναι εγκλωβισμένοι στην υποχρέωση μιας επιλογής, υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν οπωσδήποτε κάποιον ως εχθρό· για μένα αυτή η σκηνή στην πλατεία εξηγεί τα πάντα», είχε πει ο σκηνοθέτης σε μιαν άλλη συνέντευξη στον Ντιμίτρι Βόλτσεκ.

Το 2016 o Μάντας Κβενταραβίγιους μετακόμισε για ένα διάστημα στην Αθήνα και το 2019 κυκλοφόρησε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Partenonas», αφήγηση για τον σύγχρονο άνθρωπο που νιώθει χαμένος στο χάος του σύγχρονου κόσμου. Βραβεύθηκε από τη διεθνή ένωση κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Στις 2 Απριλίου 2022, ο Μάντας Κβενταραβίγιους έπεφτε νεκρός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή