Τζάνετ Γέλεν: Μπορεί να γεφυρώσει τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας;

Τζάνετ Γέλεν: Μπορεί να γεφυρώσει τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας;

Η Γέλεν, που έφτασε σήμερα στο Πεκίνο, ακολουθεί μια προσέγγιση πολιτικού κατευνασμού. Αναμένεται να διαμηνύσει στους Κινέζους πως η Ουάσινγκτον δεν σκοπεύει να αποσυνδέσει τις δύο οικονομίες. 

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στο Πεκίνο, στα μέσα Ιουνίου, και η συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζιπίνγκ, είχε εκληφθεί ως διπλωματική πρόοδος στις από καιρό ταραγμένες σχέσεις Ουάσινγκτον – Πεκίνου. 

Στο τέλος του ταξιδιού αυτού, του πρώτου για τόσο υψηλόβαθμο Αμερικανό αξιωματούχο σε διάστημα σχεδόν πέντε χρόνων, παρότι τα μεγάλα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών προφανώς δεν είχαν εκλείψει, ο ίδιος εξέφρασε «την ελπίδα και την προσδοκία πως θα υπάρξει καλύτερη επικοινωνία στο μέλλον, εκατέρωθεν». 

Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη ημέρα, ο πολιτικός του προϊστάμενος και πρόεδρος της χώρας, Τζο Μπάιντεν, προέβη σε μια δήλωση που «προσγείωσε» τις αυξημένες προσδοκίες. Μιλώντας σε προεκλογική εκδήλωση στην Καλιφόρνια, ο Μπάιντεν χαρακτήρισε «δικτάτορα» τον Σι Τζινπίνγκ, δήλωση που χαρακτηρίστηκε «πρόκληση» από το Πεκίνο.

Σε ακόμη ένα δείγμα πως το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών, στο εμπορικό πεδίο αυτή τη φορά, κάθε άλλο παρά προς επίλυση οδεύει, ήταν η ανακοίνωση της Κίνας την περασμένη εβδομάδα ότι εντείνει τους ελέγχους στις εξαγωγές δύο μετάλλων, κρίσιμων για την κατασκευή ημιαγωγών. Από τον επόμενο μήνα θα απαιτούνται ειδικές άδειες για την εξαγωγή γαλλίου και γερμανίου από την Κίνα, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο κατασκευαστή των συγκεκριμένων μετάλλων. 

Από την άλλη, η διοίκηση Μπάιντεν έχει επιβάλει από τον περασμένο Οκτώβριο περιορισμούς στις εξαγωγές στην Κίνα μικροτσίπ και άλλων αμερικανικών ειδών τεχνολογίας. Ταυτόχρονα, διατήρησε σε ισχύ τιμωρητικούς δασμούς που είχαν επιβληθεί από την προκάτοχο διοίκηση Τραμπ σε κινεζικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Στην Κίνα η Γέλεν

Σ’αυτό το δυσμενές διπλωματικό και οικονομικό τοπίο πραγματοποιεί τριήμερη επίσκεψη στην Κίνα η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών προκειμένου να συναντηθεί με Κινέζους αξιωματούχους. 

Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου του υπουργείου, η Τζάνετ Γέλεν θα συζητήσει με μέλη της κινεζικής κυβέρνησης «τη σημασία που έχει για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη η υπεύθυνη διαχείριση των σχέσεών τους». 

«Οι προσδοκίες από την επίσκεψη Γέλεν πρέπει να είναι χαμηλές. Δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τις σχέσεις των δύο χωρών, ούτε να απαντήσει στις κινεζικές αξιώσεις περί άρσης των δασμών ή των ελέγχων εξαγωγών», διαμηνύει η Γουέντι Κέτλερ, αντιπρόεδρος στη δεξαμενή σκέψης Asia Society Policy Institute με έδρα τις ΗΠΑ. 

Παρ’ όλα αυτά, εύλογο προβάλλει το ερώτημα που εγείρουν κάποιοι για το αν η Γέλεν καταφέρει αυτό στο οποίο άλλοι απέτυχαν, να γεφυρώσει, δηλαδή, την απόσταση μεταξύ Ουάσινγκτον – Πεκίνου. 

ΗΠΑ και Κίνα είναι αντιμέτωπες με ένα πολύπλοκο σύνολο ζητημάτων, εξηγεί η Πριγιάνκα Κισόρ από το επιχειρηματικό φόρουμ IMA Asia.

«Η επίσημη ρητορική και οι επισκέψεις ανώτατων διπλωματών υποδηλώνουν την πρόθεση δημιουργίας μιας λειτουργικής πολιτικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών. Ομως οι πράξεις δείχνουν άλλα, με την πολιτική “οφθαλμός αντί οφθαλμού” να κυριαρχεί» λέει η ίδια. 

Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στο Πεκίνο, η Γέλεν αναμένεται να καταστήσει σαφές πως οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας. Από την άλλη, προβλέπεται να υπερθεματίσει ως προς την πρόθεση της Ουάσινγκτον να συνεργαστεί με το Πεκίνο σε σειρά θεμάτων, μεταξύ άλλων για την κλιματική αλλαγή και για τα προβλήματα των υπερχρεωμένων χωρών. 

Τhe… «good cop»

Παρότι κάποια πρόσωπα υψηλού κύρους έχουν ζητήσει ακόμη και την πλήρη διακοπή των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα, η Γέλεν ακολουθεί μια προσέγγιση πολιτικού κατευνασμού. Αναμένεται να διαμηνύσει στους Κινέζους πως η Ουάσινγκτον δεν σκοπεύει να αποσυνδέσει τις δύο οικονομίες. 

Κι αυτό συνάδει με το πολιτικό της δόγμα που είναι πιο «διεθνιστικό» σε σχέση με προκατόχων της. «Ενδεχόμενος πλήρης διαχωρισμός των οικονομιών μας θα ήταν ολέθριος και για τις δύο χώρες, ενώ θα αποσταθεροποιούσε τον υπόλοιπο κόσμο», είχε διαμηνύσει σε ομιλία της προ μηνών. 

«Θα έλεγα πως στην τακτική καλός μπάτσος – κακός μπάτσος, ο Μπλίνκεν είναι ο κακός και τώρα η Γέλεν πηγαίνει εκεί ως ο καλός, προσπαθώντας να πει “κοιτάξτε, έχουμε πολλά κοινά. Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μαζί”», σημειώνει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Κεν Ρογκόφ. 

Βεβαίως, στους «αστερίσκους» του ο Ρογκόφ σημειώνει πως ο «κακός» Μπλίνκεν έπρεπε να θέσει πιο δύσκολα ζητήματα, όπως η Ταϊβάν και η Ουκρανία, ενώ και η ηπιότερη στάση της «καλής» Γέλεν δεν πρέπει να εκληφθεί ως επιείκεια, καθώς η 76χρονη οικονομολόγος και ακαδημαϊκός αναμένεται να ασκήσει πιέσεις στους Κινέζους αξιωματούχους σε λογής ζητήματα – από τους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας έως την πρόσβαση στις αγορές.

Τον όρο του «καλού αστυνομικού», όμως, χρησιμοποιεί και η Wall Street Journal. «Δεν είναι σαφές τι φιλοδοξεί να πετύχει η κ. Γέλεν στο υπερωκεάνιο ταξίδι της. Η υπουργός Οικονομικών είναι ο “καλός μπάτσος” της διοίκησης στις σχέσεις της με τη Κίνα, λέγοντας πως η όποια αποσύνδεση των οικονομιών ΗΠΑ – Κίνας θα είναι ολέθρια. Το τίμημα ίσως είναι υψηλό, αλλά ίσως υψηλότερο για την Κίνα, καθώς η οικονομία της αποτυγχάνει να ανακάμψει τόσο γρήγορα όσο προβλεπόταν μετά το τέλος των περιορισμών του Covid. Η Κίνα χρειάζεται ξένες επενδύσεις και δυτική τεχνολογία. Το Πεκίνο επίσης θέλει να σταματήσουν οι ΗΠΑ να ενισχύουν την Ταϊβάν υπό το φόβο μιας πιθανής κινεζικής εισβολής, παρότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κάνουν πολύ λίγα και πολύ αργά», σημειώνει δημοσίευμα της αμερικανικής οικονομικής εφημερίδας.  

«Είναι τρελό που οι επικεφαλής αξιωματούχοι των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου μετά βίας μιλούν ο ένας στον άλλον εδώ και πάνω από τρία χρόνια. Δεν θα έπρεπε να είναι ξένοι», σημειώνει από την πλευρά του ο Σκοτ Κένεντι, ειδικός στις σινο-αμερικανικές οικονομικές σχέσεις στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, χαρακτηρίζοντας την επίσκεψη Γέλεν «καθυστερημένη». 

Από το 2001 έως το 2016, κατά τις θητείες των Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα, οι Αμερικανοί υπουργοί Οικονομικών πραγματοποιούσαν τακτικά ταξίδια στο Πεκίνο για επίσημες συνομιλίες υψηλού επιπέδου. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, η παράδοση αυτή εγκαταλείφθηκε γρήγορα. 

«Η σύγκριση είναι αισθητή μεταξύ του σημερινού περιορισμένου διαλόγου και της εποχής Μπους και Ομπάμα, οπότε η συνεργασία με το Πεκίνο ήταν καθημερινή και διεξαγόταν σε όλα τα επίπεδα του υπουργείου Οικονομικών», τονίζει ο Μαρκ Σόμπελ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΟΙΚ. 

«Η επίσκεψη Γέλεν πρέπει να βοηθήσει στη βελτίωση αυτής της κατάστασης και να υπενθυμίσει στις δύο πλευρές πως οι ΗΠΑ, η Κίνα και ο κόσμος θα πληγούν ελλείψει μεγαλύτερης συνεργασίας». 

Ποια είναι η Γέλεν 

Τον Ιανουάριο του 2021, η Γέλεν έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός Οικονομικών στην ιστορία των ΗΠΑ. 

Και δεν είναι η μόνη πρωτιά στο πλούσιο βιογραφικό της: Το 2013 προτάθηκε επισήμως για τη θέση της προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και την επόμενη χρονιά έγινε η πρώτη γυναίκα που διορίστηκε στη θέση. 

Επιπλέον, μεταξύ 1997 – 1999, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος στο Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων, υπηρεσία που εμπίπτει στο εκτελεστικό γραφείο του εκάστοτε προέδρου. 

Θεωρείται οικονομολόγος υψηλού κύρους και απολαμβάνει τον σεβασμό στον ανδροκρατούμενο κόσμο της αμερικανικής οικονομίας. 

Κατά τη θητεία της στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η ανεργία υποχώρησε περισσότερο από ποτέ άλλοτε μεταπολεμικά. 

Οι παλιοί συνάδελφοί της την περιγράφουν συχνά ως «Μέρι Πόπινς»: Αυστηρή, αλλά ευγενική, ασύλληπτα ευφυή και πάντα προετοιμασμένη. Η ερώτηση που πάντα επιστρατεύει για την ίδια και την ομάδα της, είναι: «Τι έχουμε χάσει; Μήπως κάνουμε λάθος;».

Η συνεχής αμφισβήτηση της ορθότητας των οικονομικών μοντέλων και προβλέψεων τη βοήθησε να γίνει μία από τις πρώτες αξιωματούχους, τότε ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο, που προέβλεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα σοβαρά προβλήματα στην αγορά κατοικίας. 

«Ηταν από τους ανθρώπους που σήμανε συναγερμό προτού καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, η Τζάνετ ήταν το πρώτο άτομο στο οποίο τηλεφωνούσα», σημειώνει η Κριστίνα Ρομέρ, κορυφαία οικονομολόγος επί προεδρίας Ομπάμα. 

Πηγή: BBC/New York Times/Wall Street Journal/Politico/Forbes

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή