«Ω, Νιότη, δεν υπάρχει άλλος μάγος σαν κι εσένα!»

«Ω, Νιότη, δεν υπάρχει άλλος μάγος σαν κι εσένα!»

Το 1861, σε ηλικία δεκαεννιά ετών, ο Αμβρόσιος Μπιρς κατατάσσεται στον στρατό της Ενωσης (των Βορείων) και έως το 1865 θα ζήσει μερικές από τις πλέον αιματηρές μάχες του αμερικανικού εμφυλίου: Σίλοχ – Τενεσί (1862, 23.000 πεσόντες μέσα σε δύο ημέρες), Τσικαμάουγκα – Τζόρτζια (1863, 34.000 πεσόντες μέσα σε μία εβδομάδα)

2' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1861, σε ηλικία δεκαεννιά ετών, ο Αμβρόσιος Μπιρς κατατάσσεται στον στρατό της Ενωσης (των Βορείων) και έως το 1865 θα ζήσει μερικές από τις πλέον αιματηρές μάχες του αμερικανικού εμφυλίου: Σίλοχ – Τενεσί (1862, 23.000 πεσόντες μέσα σε δύο ημέρες), Τσικαμάουγκα – Τζόρτζια (1863, 34.000 πεσόντες μέσα σε μία εβδομάδα).

Το 1913, στα 70 του, ο Μπιρς είναι πια ένας πικρόχολος γέρος συγγραφέας που παίρνει μια μεγάλη απόφαση: επισκέπτεται ξανά τα πεδία της μάχης του αμερικανικού εμφυλίου.

Στο άλλοτε αιματοβαμμένο Σίλοχ περνάει μια ολόκληρη ημέρα ατενίζοντας τους αγρούς σιωπηλός κάτω απ’ τον ήλιο. Ο Αμβρόσιος θα αφηγηθεί τη μάχη σε ένα και μόνο διήγημα «Τι είδα από το Σίλοχ». «Πώς επανέρχονται όλα –θολά, ραγισμένα, αλλά και με ένα μαγικό άγγιγμα– εκείνα τα χρόνια της νιότης όταν ήμουνα στρατιώτης. (…) Ω, μέρες, όταν όλος ο κόσμος ήταν όμορφος και παράξενος· όταν απόκοσμοι αστερισμοί καίγονταν στο μεσονύχτι του Νότου και το κοτσύφι έχυνε την καρδιά του πάνω στη φεγγαρολουσμένη μανόλια· όταν υπήρχε πάντοτε κάτι νέο κάτω από ένα νέο ήλιο· άραγε οι ωραίες, μακρινές αναμνήσεις σου θα πάψουν ποτέ να στήνουν εικόνες εν μέσω των πιο σκληρών συμβάντων της ύστερης ζωής; Δεν είναι παράξενο που τα φαντάσματα μιας αιματοβαμμένης εποχής έχουν μια τέτοια ανάερη χάρη και σε κοιτούν με τόσο τρυφερά μάτια; – το ότι με δυσκολία αναπολώ τον κίνδυνο και τον θάνατο και τη φρίκη της εποχής αλλά δίχως κανένα κόπο όλα όσα ήταν τόσο μεγαλοπρεπή, σαν ζωγραφιά; Ω, Νιότη, δεν υπάρχει άλλος μάγος σαν κι εσένα! Δώσε μου έστω κι ένα ανεπαίσθητο, ένα τρυφερό άγγιγμά σου ξανά μέσα στην κενή πλήξη του Παρόντος· μούσκεψε έστω και για μια στιγμή τις αποστεγνωμένες σκηνές του σήμερα και πολύ πρόθυμα θα παραδώσω μιαν άλλη ζωή αντί για εκείνη που θα έπρεπε να έχω παραδώσει στο Σίλοχ».

«Πώς επανέρχονται όλα – θολά, ραγισμένα, αλλά και με ένα μαγικό άγγιγμα».

Αργότερα, διαβαίνει τα σύνορα με το Μεξικό και φτάνει στο Ελ Πάσο για να αναβιώσει εκεί το νεανικό τραύμα –ή μια νοσηρή νοσταλγία;– του πολέμου, κοντά στους επαναστάτες του Πάντσο Βίγια.

Η τελευταία του επιστολή φέρει την ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1913. «Αντίο», γράφει. «Εάν ακούσετε ότι με έστησαν σε ένα μεξικάνικο τοίχο και μ’ έκαναν κόσκινο στις σφαίρες, σας παρακαλώ να ξέρετε ότι αυτός πιστεύω ότι είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αναχωρήσεις από αυτή τη ζωή. Νικά κατά κράτος το γήρας, την αρρώστια ή την πτώση στη σκοτεινή σκάλα του υπογείου. Να είσαι ένας Γκρίνγκο στο Μεξικό – ω, αυτό είναι ευθανασία!».

Eκτοτε τα ίχνη του αγνοούνται. Λένε πως σκοτώθηκε στην πολιορκία της Οτζινάγκα το 1914. Aλλοι λένε ότι τον σκότωσε ο ίδιος ο Πάντσο Βίγια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή