Ταξίδια #1

Μου είπε πως φύγανε από Αθήνα στις 8 Ιουνίου του ’51. Στον δρόμο γελούσανε. Απογειωθήκανε με αεροπλάνο της TWA, από το Ελληνικό. Κάνανε πρώτη στάση στο Κάιρο. Πέρασαν δυο μέρες εκεί, πήγανε και στις πυραμίδες, καβαλήσανε γκαμήλες, ωραία ήταν. Φύγανε μετά, το αεροπλάνο έπιασε στη Βασόρα, μετά στη Σαουδική Αραβία

2' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μου είπε πως φύγανε από Αθήνα στις 8 Ιουνίου του ’51. Στον δρόμο γελούσανε. Απογειωθήκανε με αεροπλάνο της TWA, από το Ελληνικό. Κάνανε πρώτη στάση στο Κάιρο. Πέρασαν δυο μέρες εκεί, πήγανε και στις πυραμίδες, καβαλήσανε γκαμήλες, ωραία ήταν. Φύγανε μετά, το αεροπλάνο έπιασε στη Βασόρα, μετά στη Σαουδική Αραβία. Μόλις άνοιξε η πόρτα τούς χτύπησε μια κάψα στο πρόσωπο.

Εκεί υπήρχε αμερικανική βάση. Χωθήκανε κατευθείαν στα ερκοντίσιον. Απογειωθήκανε την επομένη, τραβήξανε για Βομβάη. Μου είπε πως εκεί δεν είχε μόνο ζέστη αλλά και υγρασία. Βλέπανε τους «Ινδιάνους» (έτσι αποκάλεσε τους Ινδούς) να περπατάνε μ’ ένα μαξιλάρι στα χέρια. Με το που νύχτωνε, έριχναν το μαξιλάρι στο πεζοδρόμιο και κοιμόντουσαν. Φύγανε κι από κει, πήγανε στην Καλκούτα, μετά στο Χονγκ Κονγκ. Το αεροπλάνο έκανε πέντε προσπάθειες να προσγειωθεί αλλά δεν τα κατάφερε· είχε κλείσει ο καιρός. Τραβήξανε για Φιλιππίνες. Προσγειωθήκανε στη Μανίλα και μείνανε εκεί μια εβδομάδα. Είχε πιάσει τυφώνας και δεν μπορούσαν να φύγουν.

Θυμόταν ότι ένα βράδυ τούς πήγανε σε «σπίτι», ωραίο μπορντέλο, με όμορφες γυναίκες. Εξω φυσούσε, αλλά ήταν ένας ζεστός, πνιγηρός, υγρός άνεμος. Θυμόταν πώς ανέμιζαν οι διάφανες κουρτίνες πλάι στα σώματα των γυναικών. Ο άνεμος τις έντυνε και τις έγδυνε την ίδια στιγμή.

Ανέμιζαν οι διάφανες κουρτίνες πλάι στα σώματα των γυναικών. Ο άνεμος τις έντυνε και τις έγδυνε την ίδια στιγμή.

Τελευταίος σταθμός, Ιαπωνία. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Τατσικάουα και αμέσως φύγανε για να ενταχθούν στη δύναμη του 13ου Σμήνους, στο Κίμπο, ανάμεσα Σεούλ και Ιντσόν.

Δεκαπέντε μέρες πριν είχε πέσει το αεροπλάνο του Βάμβουκα. Νεκροί όλοι. Τον έκλεισε ο καιρός, βρήκε σε μια πλαγιά. «Αυτή η χώρα», είπε, «είναι γεμάτη υψώματα. Λόφους, βουνά». Τα νέφη κατέβηκαν πολύ, δεν εμπιστεύθηκε τα όργανα, δεν ήταν μαθημένοι σε αυτές τις πτήσεις τότε οι Ελληνες, παγιδεύτηκε. Βρέθηκε το λιωμένο πιστόλι του: είχε γίνει σαν πλεξούδα. Θάφτηκαν όλοι με τιμές στο Πουσάν. Λίγο καιρό αργότερα, μου είπε, έγινε «το συμβάν». Αυτοκτόνησε εκείνος ο σμηνίας. Αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά με το υπηρεσιακό του πιστόλι. Τον πήγανε σε αμερικανικό νοσοκομείο στην Ιαπωνία. Εκεί ξεψύχησε.

Είπαν ότι το έκανε για τον έρωτα μιας άστατης Γιαπωνέζας. Αλλοι ότι έπαιξε τις οικονομίες του Σμήνους στα χαρτιά, έχασε και δεν μπόρεσε να αντέξει την ντροπή. Τον μετέφεραν με το ίδιο αεροπλάνο που είχαν μεταφέρει τους τραυματίες της πρώτης γραμμής. Η δόξα ήταν όλη δική τους. Ο σμηνίας ταξίδεψε γι’ αλλού, σε ένα δικό του πάνθεον.

Το όνομά του ουδέποτε φιγουράρισε στη λίστα με τους «ένδοξους πεσόντες» του Σμήνους. Εφυγε από την Ελλάδα και σα να αναλήφθηκε στους ουρανούς. «Αναρωτιέμαι τι να είπαν στους δικούς του», μου είπε. Κι επέστρεψε ξανά στη σιωπή του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή