Ταξίδι #4

Μου γράφει ο κύριος Γκρι: «Ορισμένα ταξίδια είναι καλό να μη γίνονται. Να μην εύχεσαι ποτέ να συμβούν, για κανέναν. Ο Χρήστος Διαμαντής ξεκίνησε για το ταξίδι που δεν θέλησε ποτέ να κάνει, που όλοι μας απευχόμαστε. Είναι το ταξίδι που οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν κάποτε ως “Το Τελευταίον Μυστήριον”

2' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μου γράφει ο κύριος Γκρι: «Ορισμένα ταξίδια είναι καλό να μη γίνονται. Να μην εύχεσαι ποτέ να συμβούν, για κανέναν. Ο Χρήστος Διαμαντής ξεκίνησε για το ταξίδι που δεν θέλησε ποτέ να κάνει, που όλοι μας απευχόμαστε. Είναι το ταξίδι που οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν κάποτε ως “Το Τελευταίον Μυστήριον”.

»Ενας νέος, δημιουργικός άνθρωπος, ονειροπόλος και δρομέας, δάσκαλος, μουσικός και ποιητής, πατέρας και σύζυγος, ο Χρήστος Διαμαντής ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και πάθος για τη ζωή.

»Δεν τον γνώρισα ποτέ. Δεν πρόλαβα. Μου μίλησαν γι’ αυτόν φίλοι αγαπημένοι που τον ήξεραν, που τραγούδησαν μαζί του, που του έδωσαν τους στίχους τους και εκείνος τους έκανε μουσική.

»Δεν τον γνώρισα κι ωστόσο κρατώ στα χέρια μου κάτι δικό του. Κάτι που αναδύθηκε μετά τον θάνατό του. Είναι μια συλλογή από ποιήματα του Χρήστου με τον τίτλο “Απλότητα”, που ο ίδιος ο Χρήστος Διαμαντής δεν πρόλαβε να δει τυπωμένα.

«Μην αγχώνεσαι// θα το καταλάβεις αμέσως// όταν/ τα χέρια σου σκουπίσουν τα μάτια σου».

»Προσπαθώ να τον φανταστώ να τα διαβάζει. Ακούω τη φωνή του, τη φωνή που δεν πρόλαβα να ακούσω ποτέ μου στην πραγματικότητα. Αλλά κάτι γίνεται με αυτούς τους στίχους: μεταφέρουν αυτούσια την εσωτερική φωνή ενός ανθρώπου που κάποτε ονειρεύτηκε και στοχάστηκε, που αγάπησε και αγαπήθηκε, αλλά που δεν πρόλαβε. Σκέφτομαι εγώ τώρα: δεν πρόλαβε να δει την κόρη του να γίνεται γυναίκα. Αλλά η φωνή του, αυτή η ίδια η φωνή των ποιημάτων του, των λέξεών του, συνεχίζει να είναι εκεί.

»Ξεφυλλίζω το λευκό βιβλιαράκι των σχεδόν εκατό σελίδων και στήνω αυτί. “Εσκαψα (και)/ βρήκα τον εαυτό μου άσχημο// ίσως/και κακάσχημο/ και όμως σ’ τον έδειξα// δώσ’ μου (λοιπόν) το χέρι σου”».

Λέω στον κύριο Γκρι ότι στέκομαι κάπου αλλού: «Το/ να μη μιλάς τη γυναικεία γλώσσα// είναι κάτι βαρύ/ (αλλά/και λογικό)// το να μην κατανοείς τη γλώσσα αυτή/ (και δεν μιλάω για γατάκια κ.λπ.)// είναι κάτι (σχεδόν) αβάσταχτο// μέσα στη βία μεγάλωσες/ μόνος/μόνη».

Καθόμαστε σκυμμένοι πάνω από αυτή τη λευκή, λεπτή διαθήκη και διατρέχουμε τις γραμμές, τα ίχνη μιας ζωής σύντομης, βίαια κομμένης, αλλά γεμάτης με μια ωραιότητα σπάνια.

Πένθος για έναν άγνωστο. Γίνεται; Οχι. Αλλά όταν ο άγνωστος αυτός ξυπνάει την ομορφιά μέσα σου με μια του γραμμένη κουβέντα, τότε μπορείς να πενθήσεις έναν άγνωστο. Τότε τον μαθαίνεις, γίνεται ο νέος κρυφός σου φίλος. Αλλά απομένει μια λύπη: εκείνος δεν είναι εδώ. Πάντοτε όμως κάτι ακούγεται. Η φωνή του: «Στιγμή ομορφιάς και βεβαιότητας// είναι όταν ξέρεις/ (ότι) θα πραγματοποιηθεί// η ευχή// του πατέρα/ (ή) του πατέρα τού πατέρα// (και φυσικά) της μητέρας// αλλά ακόμα και αν δεν είσαι σίγουρος// μην αγχώνεσαι// θα το καταλάβεις αμέσως// όταν/ τα χέρια σου σκουπίσουν τα μάτια σου».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή