Οταν η ζωή μπαίνει στο «Σπίτι»

Οταν η ζωή μπαίνει στο «Σπίτι»

Ο Δημ. Καραντζάς παρουσιάζει στη Στέγη ένα πολυμεσικό εγχείρημα με εργαλεία την εικόνα, την κίνηση, τον ήχο, τη σιωπή

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το ποιητικό άρωμα της τριλογίας της «Πόλης» της Λούλας Αναγνωστάκη διανθίζει το καινούργιο του «Σπίτι» ο Δημήτρης Καραντζάς, μια περφόρμανς που δεν μπορεί να μελετηθεί στη βάση των στερεοτύπων μιας συγκεκριμένης θεατρικής φόρμας. Πρόκειται για ένα «πολυμεσικό» εγχείρημα με βασικά εργαλεία την εικόνα, την κίνηση, τον ήχο και τη σιωπή, μια πρωτότυπη κι εκρηκτική σκηνική σύνθεση, όπου τους βασικούς «ρόλους» αναλαμβάνουν δύο ηθοποιοί, η Αλεξία Καλτσίκη και ο Φιντέλ Ταλαμπούκας, ένα βίντεο σκηνοθετημένο από την Γκέλυ Καλαμπάκα κι ένα σπίτι σκηνογραφημένο από την Κλειώ Μπομπότη.

Ο συνδυασμός της παραστατικής τέχνης και των πολυμεσικών εργαλείων είναι καθοριστικός για την επιτέλεση αυτού του σκηνικού πειράματος, όπου η γνήσια θεατρικότητα παραχωρεί τη θέση της σε ένα μοντέρνο σκηνικό βίωμα, που λειτουργεί θετικά ως σημείο αναφοράς για την αξιοποίηση και της ψηφιακής τεχνολογίας στη θεατρική πρακτική.

Ο Καραντζάς ως δραματουργός και σκηνοθέτης οργανώνει έναν διάλογο στη βάση του δραματικού μοτίβου «μέσα – έξω», με σαφή τομή το όριο ανάμεσα στην κανονικότητα μιας μικροαστικής ζωής και στην αιφνίδια ανατροπή της. Επιχειρεί μια χαρτογράφηση της ρουτίνας της καθημερινότητας με ανατροπές που ξαφνιάζουν τον σύγχρονο θεατή, ταράζουν την αστική ηρεμία του και επαναπροσδιορίζουν τους όρους της αυτεπίγνωσης, με φόντο ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων οίκου και πόλης. Συνθέτει ένα δράμα δωματίου με έντονες τις ρεαλιστικές ατμοσφαιρικές συντεταγμένες.

Δύο συγκάτοικοι, ένα ζευγάρι συζύγων, φίλων, συγγενών, ανώνυμες οντότητες απροσδιόριστης ταυτότητας, συνομιλούν χαμηλόφωνα, κινούνται μηχανικά, παρατηρούν αδρανείς τη ζωή τους να περνάει και να ξεδιπλώνεται παράλληλα με ένα σύνολο εικόνων που προβάλλονται στο μοναδικό παράθυρο του λειτουργικού σπιτιού τους: εικόνες του δρόμου, των εξωτερικών χώρων και των γειτονικών πολυκατοικιών. Οι κουβέντες τους καθημερινές, τετριμμένες, καλύπτονται τις περισσότερες φορές από τον ήχο του πλυντηρίου, τη μόνιμη επωδό της άχαρης ζωής τους. Τακτοποιούν τα ρούχα, τα παπούτσια, σφουγγαρίζουν, ξεσκονίζουν, σκοτώνουν κουνούπια, αποκαλύπτονται ως πρόσωπα μετέωρα σε ένα εικαστικό τοπίο, φοβογόνο και παραισθητικό, χωρίς ωστόσο κάτι να προοικονομεί ότι η διαμονή τους στο σπίτι είναι προσωρινή. Η τακτοποιημένη και πληκτικά αφόρητη καθημερινότητά τους καταλήγει σε ένα δραματικό παιχνίδι αποδόμησής της με φόντο τη σύγχρονη πόλη. Η πόλη της ρύπανσης, των πολεμικών συρράξεων, των βομβαρδισμών, των προσφυγικών καταυλισμών, των απωλειών και της απουσίας. Η στοιχειωμένη πόλη της μοναξιάς και της ματαίωσης, η αδιέξοδη πόλη της αποκοπής των νημάτων που μας συνδέουν με τους άλλους. Η χαμένη πόλη των παραδοσιακών αυλών και των χαμηλών σπιτιών, η γιγάντια πόλη των «νεκρών» προσώπων που εκπνέουν αέρα, που μιλούν για να μην πουν τίποτε… Πόσο μας αφορά αυτή η πόλη με τους αδρανείς κατοίκους της και τα φαντάσματα που τους κυνηγούν;

Η αδημονία του κοινού να ανακαλύψει τα στοιχεία της βίας μέσα στο σπίτι οξύνεται και ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπο με μια βία εξωγενή, η έλευση της οποίας πραγματοποιείται με εκκωφαντικό, απρόβλεπτο, οδυνηρό και απροειδοποίητο τρόπο. Το σπίτι ως οικείος χώρος ζωής συντίθεται και αποσυντίθεται, οργανώνεται και αποδιοργανώνεται, και στο τέλος γκρεμίζεται ολοκληρωτικά.

Το παράθυρο γίνεται το σύνορο ανάμεσα στη ρουτίνα της μικροαστικής καθημερινότητας και στον έξω κόσμο.

Ο θεατής περιμένει την εκδήλωση της έκρηξης ανάμεσα στο ζευγάρι, αναμένει την κλιμάκωση της βίας εντός του σπιτιού, αλλά ξαφνικά καταρρέει το σύμπαν. Το παράθυρο βίντεο μεγεθύνεται και καταλαμβάνει όλη την οριζόντια όψη του σπιτιού προβάλλοντας ένα πανόραμα με συγκλονιστικές φωτογραφίες και ντοκουμέντα από τη σφαγή του Μι Λάι στο Βιετνάμ, την εγκληματική δράση του Χίτλερ, του Στάλιν, από εικόνες του Τραμπ και του Πούτιν, τρομακτικές όψεις καμένων δασών, παγετώνων, σκουπιδότοπων, πλημμυρισμένων τόπων.

Το παράθυρο μεταμορφώνεται σε ένα «εφιαλτικό καλειδοσκόπιο» ακραίων στιγμών της σύγχρονης ιστορίας. Τα δύο πρόσωπα προσπαθούν να συνεχίσουν τη φροντίδα του χώρου και του μικρόκοσμού τους, μέχρι που η βία εισβάλλει στον ασφαλή κόσμο τους και τους εξοντώνει.

Ο Καραντζάς στόχευσε εξαιρετικά στην ανάδυση ενός ουσιαστικού πολιτικού προβληματισμού: οι άνθρωποι λειτούργησαν με τρόπους που οδήγησαν στην καταστροφή του περιβάλλοντος και αυτή με τη σειρά της οδήγησε στην καταστροφή του σπιτιού τους. Το «σπίτι» τους δεν είναι αποδεσμευμένο από την οικουμένη. Το ζευγάρι κοίταζε τη ζωή του, τη ρουτίνα του, τις εναλλακτικές προτάσεις ζωής, τα βιολογικά προϊόντα και το κατσικίσιο τυρί, ασχολούνταν ηθελημένα με την τακτοποίηση του χώρου τους. Στο τέλος, το σπίτι τους διαλύθηκε. Οταν αυτό καταστράφηκε, τότε μόνο κατάλαβαν ότι είχε καταστραφεί και όλος ο κόσμος.

Ο μονόλογος της γυναίκας είναι η μόνη στιγμή εκτεταμένου λόγου στο έργο. Η Αλεξία Καλτσίκη συνταράσσει τη στιγμή που θρηνεί με τρομακτική ένταση την απώλεια της μόνης ισορροπίας που διέθετε στη ζωή της. Μονολογεί τη συνειδητοποίηση αυτής της νέας πραγματικότητας εν μέσω της κυριολεκτικής κατάρρευσης όλου του σκηνικού χώρου.

Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή