Βασίλης Παπαβασιλείου στην «Κ»: Είχα ανάγκη από τη βουή του κόσμου

Βασίλης Παπαβασιλείου στην «Κ»: Είχα ανάγκη από τη βουή του κόσμου

«Ενας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο», λέει στην «Κ» ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας Βασίλης Παπαβασιλείου

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η κωμωδία είναι η μοίρα μας», λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο οποίος τον φετινό χειμώνα καταπιάνεται με δύο κωμωδίες. Μαέστρος στο είδος, μας χάρισε πολλές καλές στιγμές και δεν κρύβει ότι το απολαμβάνει. «Πιστεύω πως ένας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο».

Ο δικός του φέτος είναι «Ο ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» του Γκολντόνι, που ανεβαίνει στις 26 του μηνός στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, και «Οι δυο χέστηδες» τoυ Ευγένιου Λαμπίς, αργότερα στο Θέατρο Τέχνης.

Μισός αιώνας ζωής στο θέατρο και σ’ αυτό το διάστημα φρόντισε, όπως λέει στην «Κ», να διατηρήσει εμμονές και αγάπες που κάνουν καλό γιατί σε κρατάνε όρθιο. «Είναι ωραίο να μην πιστεύεις ότι το θέατρο αρχίζει μ’ εσένα». Το λέει και στους νεότερους: «Τους εξηγώ ότι είναι καλύτερα να νιώθουν ότι υπάρχει μια αγκαλιά που μπορεί να τους περιμένει».

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και συγγραφέας, έζησε στο θέατρο πολλές περιπέτειες. «Συχνά πιστεύουμε ότι θέατρο είναι να εκτοξεύεται κανείς σε μια πασαρέλα. Ναι, αλλά δεν κρατάει πολύ και πρέπει κανείς να συμφιλιώνεται με την περιπέτεια του βίου. Αλλιώς ζεις στα 30, αλλιώς στα 60 ή στα 80».

Ο ίδιος στα 74 λέει κατηγορηματικά: «Δεν υπάρχει αποστρατεία του ανθρώπου της σκηνής και δεν μπορώ να τους καταλάβω ποτέ, μολονότι σέβομαι τους συνταξιούχους τους επαγγέλματος. Θεωρώ ότι εφόσον ευλογηθείς με μια διάρκεια ζωής ή με υγεία, δεν νοείται να συνταξιοδοτείσαι. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι ηθοποιοί που φτάνουν σε μια ηλικία είναι περιουσία του έθνους. Τι ήταν ο Μινωτής, ένας καλός ηθοποιός; Οχι, ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής περιουσίας. Ο Βεάκης επίσης».

Ξέρει, βέβαια, ότι ζούμε την εποχή της ασυγκράτητης νεολαγνείας. «Ολοι είναι νεολαγνικοί, γιατί βοηθούν οι νόμοι της κατανάλωσης και της αναλωσιμότητας των πραγμάτων. Επομένως, είμαστε μέσα σε αυτό, όμως, το θέατρο μπορεί να είναι μια δύναμη αντίστασης που χρειάζεται ο άνθρωπος. Δεν μας χρειάζεται περισσότερη επικοινωνία, μας χρειάζεται περισσότερη αντίσταση στο παρόν».

Τι είναι αυτό που τον συγκινεί στον Ιταλό κωμωδιογράφο και καταπιάνεται μαζί του για έκτη φορά; «Ο Γκολντόνι είναι συνοδοιπόρος της ζωής μου», απαντά. «Εζησε καβάλα στις εποχές, πίστεψε στην παράδοση, τη μεταρρύθμισε, αναγκάστηκε να φύγει από τη Βενετία για να ζήσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της στη Γαλλία, συγκρούστηκε με άλλες απόψεις και ήταν σε μια διαρκή αναμέτρηση με τα γούστα του κοινού».

Στον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη», που γράφτηκε το 1757, μέσα από μια απλή υπόθεση παρακολουθούμε τα φερσίματα και τα αλαζονικά ξεσπάσματα των καλλιτεχνών στα παρασκήνια, αλλά και τον ευάλωτο ρομαντισμό τους. Ο Αλή, πλούσιος έμπορος από τη Σμύρνη, θέλει να προσλάβει τραγουδιστές για να παρουσιάσει όπερα στην πόλη του και απευθύνεται σε δύο ατζέντηδες προκειμένου να οργανώσει τον θίασό του. «Το έργο μιλάει για μια φάση του μουσικού θεάτρου στα πρώτα του βήματα. Ξεκινάει η συστηματοποίηση της όπερας. Αυτοί που στρατολογούνται για να πάνε από τη Βενετία στη Σμύρνη είναι ημιτελείς καλλιτέχνες. Αυτό που λέγαμε παλιά, ψώνια και νούμερα. Ο θίασος που φτιάχνεται ετοιμάζεται να εξορμήσει στη Σμύρνη, την εξωτική Ανατολή, και βιώνει μια εμπειρία ανώμαλης προσγείωσης, διάψευσης. Οπως λέει στο τέλος ο Γκολντόνι για τους καλλιτέχνες “ήταν καλύτερα να συνεταιριστείτε και να συμπράξετε, ξεχνώντας τη διεκδίκηση των πρωτείων ο καθένας”».

Πόσο κοντινά είναι αυτά με το σήμερα; Ο Παπαβασιλείου αναφέρεται στις περυσινές καταλήψεις των ηθοποιών για την ανωτατοποίηση των σπουδών τους, υπενθυμίζει ότι κάθε χρόνο αποφοιτούν 600 νέοι ηθοποιοί από τις δραματικές σχολές, ότι φτάσαμε τις 3.000 παραστάσεις τον χρόνο!

«Ε, τον κανένα ψηφίζεις»

Ολοι είναι νεολαγνικοί, γιατί βοηθούν οι νόμοι της κατανάλωσης και της αναλωσιμότητας των πραγμάτων. Επομένως, είμαστε μέσα σε αυτό, όμως το θέατρο μπορεί να είναι μια δύναμη αντίστασης.

Από την εποχή που περιγράφει ο Γκολντόνι, η συζήτηση στρέφεται στο θέαμα που σήμερα κυρίευσε τη ζωή μας περισσότερο από τότε. «Σήμερα, το θέατρο υφίσταται έναν ανταγωνισμό πανταχόθεν. Αυτή τη δεκαετία, δεν είχαμε το φαινόμενο του Τραμπ και του Πούτιν;. Θέλω να πω, η θεατροποίηση του πολιτικού είναι εδώ. Η κοινωνία του θεάματος δεν ζει χωρίς αυτές τις ωσμώσεις. Αλλά τι είναι η δημοκρατία; Ενα πολίτευμα σκηνών. Σκηνή δεν είναι μόνο η θεατρική, σκηνή είναι και η πολιτική, σκηνή είναι η θρησκεία, σκηνή και η Δικαιοσύνη, παράσταση δεν κάνει ο δικηγόρος;».

Ρωτάω τον Β. Παπαβασιλείου ποια ήταν τα συναισθήματά του όταν έμαθε ότι ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τους επικοινωνιακούς τρόπους του Στ. Κασσελάκη. Τι περιμένουμε απ’ αυτόν; «Κανείς δεν περιμένει τίποτε. Οι άνθρωποι παίζουν, δεν περιμένουν. Συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι. Κι αυτός παίζει. Κι εγώ πληροφορούμαι ό,τι εσείς και όλοι. Συζητάνε “τι έγινε;”. “Βγήκε ο Κασελλάκης”, απαντάει ο άλλος. Ποιος είναι ο Κασελλάκης; Κανένας. Ε, τον κανένα ψηφίζεις».

Η συζήτηση συνεχίζεται στο τι προσδοκά από την Αριστερά και τη Δεξιά σήμερα. «Τίποτα, τίποτα, τίποτα! Υπάρχει η πραγματικότητα του κόσμου, οι ανισότητες, τα προνόμια, όλα αυτά που επιβαρύνουν και μερικές φορές εκμηδενίζουν τις ζωές των ανθρώπων, αλλά βλέπετε ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να υπάρξει –σε ό,τι αφορά την Αριστερά–, άρθρωση άλλου λόγου και πράξης που να τη διαφοροποιεί και να τη διαχωρίζει από τη μόνη κυρίαρχη ιδεολογία, που είναι ο πραγματισμός. Η συμμόρφωση, η υποταγή στο υπάρχον δηλαδή, να πάρεις απόφαση ότι αυτό που σου μένει δεν είναι καμία αλλαγή όπως την είχαν οραματιστεί. Η προσγείωση αυτή είναι η πραγματικότητά μας».

Βασίλης Παπαβασιλείου στην «Κ»: Είχα ανάγκη από τη βουή του κόσμου-1
«Στα πέντε ονειρευόμουν να γίνω πολιτικός. Και μάλιστα, να ξεκινήσω ως πρωθυπουργός. Κασσελάκης πριν από την ώρα του», λέει με χιούμορ ο Βασίλης Παπαβασιλείου και εξηγεί πώς έταζε μέχρι γαμπρούς για να το πετύχει!

Σήμερα, θαυμάζουμε τη δουλειά του Β. Παπαβασιλείου και τον λόγο του. Αλλά πώς ήταν πιτσιρικάς στις Σέρρες όπου μεγάλωσε; «Στα πέντε ονειρευόμουν να γίνω πολιτικός. Και μάλιστα, να ξεκινήσω ως πρωθυπουργός. Κασσελάκης πριν από την ώρα του. Υποσχόμουν γάμους στις φίλες της μητέρας μου που ήταν λίγο μεγαλύτερες σε ηλικία και τότε τις λέγαμε γεροντοκόρες. Ανέλαβα να τις αποκαταστήσω και έκανα φανταστικά συνοικέσια με ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ, διότι ήμουν και Παοκτζής. Ελεγα ότι θα επέτρεπα την ελεύθερη χρήση των κρατικών αυτοκινήτων για τους δημοσίους υπαλλήλους και τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος, διευθυντής Γεωργίας στον νομό Σερρών και συχνά με έπαιρνε σε περιοδείες στα χωριά. Κάποια στιγμή το ξέκοψε, “δεν θα μπεις στο αυτοκίνητο μαζί μου. Ο Παπάγος απαγόρευσε τη χρήση”. Οπότε ήμουν κατά του Παπάγου».

Η φωνή του γλυκαίνει σαν μιλάει για την απλωσιά του τόπου του και τη λίμνη Κερκίνη, που έβλεπε μπροστά του στο πρωινό ξύπνημα. «Με καθόρισε όπως και ο παππούς μου. Η γιαγιά πέθανε πάνω στη γέννα του πατέρα μου και ο παππούς –πρόσφυγας ερχόμενος από τον Πόντο–, στάθηκε μάνα και πατέρας για τα παιδιά του όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Αργότερα έγινε αρχιμανδρίτης. Ηταν πνευματικός τροφός μου. Εμαθα να διαβάζω πριν πάω σχολείο και στα οκτώ μου είχαμε αλληλογραφία: “Βλέπω μετά χαράς ότι εφήρμοσας το ρητόν κοπίαζε εν όσω είσαι νέος, διά να μη μετανοής στο ύστερον ματαίως”, μου έγραφε πολύ σοβαρά. Του χρωστάω ότι αγάπησα τη γλώσσα. Μου διάβαζε λήμματα της εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου, της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, και για να με δελεάσει μου έδινε φουντούκια.

Στα 17 του, ο Βασίλης Παπαβασιλείου αποφάσισε να συναντήσει τον άνθρωπο που με δύο παραστάσεις του στη Θεσσαλονίκη τον μάγεψε. «Είδα σε ένα Σαββατοκύριακο τους “Ορνιθες” και τους “Πέρσες” του Κουν και τότε είπα πως θα πάω να τον συναντήσω. Είναι καλό να μπαίνεις στην τέχνη από τη στενή πύλη του θαυμασμού. Αν δεν θαυμάζεις, δεν θα σε θαυμάσουν», λέει σήμερα.

Εφτασε στο θέατρο μέσω της Ιατρικής, που εγκατέλειψε τελικά ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο έτος, όταν έδωσε εξετάσεις στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Σπουδαστής έπαιξε στην «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς το 1972, όμως πρωτογλυκάθηκε στη σκηνή 16άρης στις Σέρρες, όταν έπαιξε στα γαλλικά τον Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, σε παράσταση του Γαλλικού Ινστιτούτου.

«Οποιος έχει δει τον Κουν σε πρόβα έχει ευεργετηθεί. Ενιωθα τυχερός. Εκεί έζησα οκτώ χρόνια ξέροντας ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Φεύγοντας άρχισε η περιπέτεια, αλλάζοντας συχνά επαγγελματικούς τόπους». Εκαναν τη «Σκηνή» με τον Λευτέρη Βογιατζή, μόνος του την «Εποχή», ακολούθησε η περίοδος που διηύθυνε το ΚΘΒΕ, συνεργασίες στις κρατικές σκηνές, τα τελευταία δέκα χρόνια ξανά στο Θέατρο Τέχνης. «Εζησα ένα τεράστιο ταξίδι που δεν το χόρτασα».

Στροφή στη συγγραφή

Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν πολύ δημιουργικά. «Σαν να ήμουν φτιαγμένος να γίνω 60 ετών. Τότε βγήκε στην επιφάνεια η συγγραφή». Προηγήθηκε μια άσκηση συγγραφικού χαρακτήρα όταν ο φίλος του Χρήστος Μεμής τον παρότρυνε να αρθρογραφεί στα «ΝΕΑ». «Εκανα τα “λήμματα” για μια τριετία και αυτό με συμφιλίωσε με το “κάθομαι να γράψω”». Ο Φωκίων, ο πρωταγωνιστής των έργων του «Τρία χρόνια μετά το Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή» και «Τους ζυγούς λύσατε», συνδέεται με όλα αυτά». Θα υπάρχει συνέχεια; «Τώρα είμαι σε φάση που θέλω να σκηνοθετώ». Δηλώνει «εραστής του παρόντος» και για την 50χρονη διαδρομή του σχολιάζει ότι ήταν «σε συνεχή ανταπόκριση με τα συμβάντα του κόσμου. «Βεβαίως, ήξερα και τον χρόνο της απομόνωσης, αλλά είχα ανάγκη από τη βουή του κόσμου».

Η σχέση του με το Διαδίκτυο είναι ελεγχόμενη. «Δεν θέλω να βομβαρδίζομαι με ειδήσεις για τις οποίες δεν ρωτάω. Γιατί κάποια στιγμή ο πληθωρισμός των ειδήσεων δημιουργεί ατροφία της συνειδήσεως. Δεν μπορεί να αφομοιωθεί τόση πληροφορία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή