«Ιμε πολύ στενοχοριμένος. Αγγλία ίνε φρίκη. Ολα ομίχλι. Συνεφιά. Βροχί. Θα πεθάνο. 3 μίνες χορίς ίλιος», ήταν οι ανορθόγραφες προτάσεις στο πίσω μέρος μιας καρτ ποστάλ που έστειλε σε Ελληνες φίλους του από ένα ταξίδι στη γενέτειρά του, Βρετανία, ο Τζον Κράξτον το 1954. Είχε ήδη ανακαλύψει την πατρίδα μας το 1946, ζωγραφίζοντας τον Πόρο παρέα με τον Λούσιαν Φρόιντ, λέγοντας μάλιστα τότε: «Δεν αισθάνομαι πλέον τόσο πολύ Βρετανός. Στην Ελλάδα βρήκα την ταυτότητα του ανθρώπου. Αυτός ο νέος κόσμος με ενέπνευσε καλλιτεχνικά και μου ταίριαξε κοινωνικά και οικονομικά». Από το 1960 και μετά η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα στα Χανιά και το Χάμστεντ, με τον ίδιο να συμπεριφέρεται πολύ περισσότερο σαν Κρητικός παρά Βορειοευρωπαίος.
Μια έκθεση – διαμαντάκι στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, που πήρε παράταση μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου (μην τη χάσετε, θα είναι κρίμα), συστήνει στο ελληνικό κοινό αυτόν τον καλλιτέχνη, που θα μπορούσε να είναι ήρωας μυθιστορήματος, αν όχι αφηγητής της μποεμίας του 20ού αιώνα. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε εκτεθειμένα κάποια έργα του Βρετανού. Η μεγαλειώδης έκθεση που είχε επιμεληθεί η Εβίτα Αράπογλου πριν από μερικά χρόνια, πάλι στο Μουσείο Μπενάκη, για τη φιλία Κράξτον, Χατζηκυριάκου – Γκίκα και Λι Φέρμορ με φόντο τη Μάνη, την Κρήτη και την Κέρκυρα, ήταν ένα συναρπαστικό αποτύπωμα για τη γοητεία ενός μαγικού τόπου.
Λίγο προτού εκπνεύσει το θέρος –όχι ημερολογιακά, μια και ήδη τελείωσε, αλλά πρωτίστως ψυχολογικά–, η επίσκεψη της έκθεσης του Κράξτον, που φέρει τον τίτλο «Μια ελληνική ψυχή», μας προσφέρει αιώνιο καλοκαίρι. Αυτό που αισθάνθηκε ο πολυταξιδεμένος ζωγράφος όταν άρχισε να δουλεύει κάτω από το μεσογειακό φως, το οποίο μεταμόρφωσε κυριολεκτικά τα έργα του. Ο χρωστήρας του ύμνησε τη ζωή και τη φύση, συνέλαβε την κίνηση που κάνει μια παρέα νέων Ελλήνων όταν χορεύει και οι γάτες όταν κουλουριάζονται, τα φύλλα των δένδρων όταν θροΐζουν. Το αφιέρωμα εμπεριέχει τη γνώση και το μεράκι του βιογράφου του Κράξτον, Ιαν Κόλινς.