Το σιωπηλό δέος ενός απίστου

Το σιωπηλό δέος ενός απίστου

Προδημοσίευση - Το ταξιδιωτικό βιβλίο του Πάτρικ Λι Φέρμορ «Καιρός του σιγάν. Στη σιωπή των μοναστηριών. Βόρεια Γαλλία - Καππαδοκία»

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο αγαπημένος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Πάτρικ Λι Φέρμορ «επιστρέφει» με ένα λιγότερο γνωστό βιβλίο: «Καιρός του σιγάν. Στη σιωπή των μοναστηριών. Βόρεια Γαλλία – Καππαδοκία», που θα κυκλοφορήσει αυτή την Πέμπτη, 20 Ιανουαρίου, σε μετάφραση του συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.  

Οπως σημειώνει ο μεταφραστής: «Αυτό το βιβλιαράκι με τον τόσο όμορφο τίτλο από τον Εκκλησιαστή εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Αν τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία του Φέρμορ είναι μπαρόκ καθεδρικοί ναοί, λαμπρά και βαριά στολισμένοι με κάθε λογής πληροφορίες και περιγραφές, ο “Καιρός του σιγάν”, όπως ταιριάζει στον τίτλο του και το θέμα του, είναι ένα πιο λιτό αλλά περίτεχνο παρεκκλήσι, όπου μας καλεί ο Φέρμορ να αφουγκραστούμε τη σιγή του μοναστικού βίου. Με περιγραφική δεινότητα, ιστοριογνωσία και οξυδερκή παρατήρηση και ενδοσκόπηση, μας μεταφέρει τη ζωή ενός μοναχού μέσα στη σιωπή και την προσευχή, όπως τη νιώθει ο ίδιος ο συγγραφέας, ένας φιλοξενούμενος στα μοναστήρια για λίγες εβδομάδες, και μάλιστα άπιστος, που όμως στέκεται απέναντι σε τούτη τη ζωή με σεβασμό, απορία και δέος».

Η «Κ» προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από την περιήγηση του Φέρμορ στην Καππαδοκία.

Το σιωπηλό δέος ενός απίστου-1
Το «Καιρός του σιγάν» κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, στις 20 Ιανουαρίου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στο κέντρο, σπηλιές και υπόγειες κατοικίες στην Καππαδοκία. Δεξιά, το μοναστήρι Σελίμ από το εσωτερικό του.

Προδημοσίευση

  

Καθώς τα μάτια μας προσαρμόζονταν στο εκτυφλωτικό φως, κοντά στις βάσεις των κώνων φάνηκαν μικρά σκοτεινά ανοίγματα, όπου έφτανες από αδρά λαξεμένα σκαλοπάτια.

Τα υψίπεδα της Ανατολίας, που έχουν χρώμα σαν του λέοντος, έδειχναν βιβλικά και έρημα. Κάρα που τα έσερναν βουβάλια και καμιά σειρά από καμήλες, πού και πού, όλα με προορισμό αυτή την παράξενη πόλη στο πλευρό ενός σβησμένου ηφαιστείου, ύψωναν μακριούς κυλίνδρους σκόνης, κι αποκεί το ταξίδι μας μας οδήγησε στην καρδιά της Καππαδοκίας. Η πεδιάδα και τα χωριά, που είχαν την εύθρυπτη όψη και το χρώμα μπισκότου, και ξεχώριζαν χάρη στους μιναρέδες τους μονάχα, χάθηκαν πίσω μας. Ο δρόμος ξετυλίχτηκε φιδωτός σε μια πετρώδη οροσειρά κι έπειτα βούλιαξε μέσ’ από ένα τυραννισμένο φαράγγι ώς τη μικρή εγκαταλειμμένη πόλη του Ουργκούπ. Η μισή είναι λαξεμένη στη βουνοπλαγιά και μοιάζει έτοιμη να υποχωρήσει ξανά μέσα στην πέτρα που τη γέννησε, παίρνοντας μαζί της τις μαδημένες ακακίες της αγοράς και τον κύκλο των σιωπηλών γέρων Τούρκων με τους υφασμάτινους σκούφους πάνω από το χόχλασμα των ναργιλέδων τους – τα τελευταία ίχνη ανθρωπότητας προτού ο λαβύρινθος μας καταπιεί.

Γιατί λαβύρινθος ήταν, σκαμμένος μέσα στον μαλακό πωρόλιθο σε βαθιά αυλάκια που ξάφνου μας έφεραν στο χείλος ενός πλατιού φαραγγιού. Καμπυλώνοντας στο βάθος, περιέκλειε μέσα στ’ απόκρημνα τοιχώματά του μια περιοχή τόσο άγρια και παράξενη, που τρίψαμε τα μάτια μας αντικρίζοντάς την – ήταν το τοπίο ενός πλανήτη, η επιφάνεια της Σελήνης ή του Αρη ή του Κρόνου: ένας νεκρός, τεφρός κόσμος φωτισμένος με την εκτυφλωτική ωχρότητα μιας ερημιάς με πυριτικά ορυκτά και γεμάτος όχι με κρατήρες, αλλά με κώνους και πυραμίδες και μονόλιθους ύψους δεκαπέντε έως εβδομήντα μέτρων, το καθένα ένα άκαμπτο ισοσκελές από λευκό ηφαιστειογενές πέτρωμα, όμοια με καλύπτρες σε μια πομπή Ισπανών μετανοούντων τη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτοί οι πετρωμένοι cagoulards (κουκουλοφόροι Γάλλοι ακροδεξιοί, Σ.τ .Μ.) εκτείνονταν για λεύγες ώς το πέρα άκρο του φαραγγιού, όπου με την απόσταση μίκραιναν σ’ ένα φράγμα από δόντια καρχαρία.

Καθώς τα μάτια μας προσαρμόζονταν στο εκτυφλωτικό φως, κοντά στις βάσεις των κώνων φάνηκαν μικρά σκοτεινά ανοίγματα, όπου έφτανες από αδρά λαξεμένα σκαλοπάτια. Κατεβαίνοντας στο φαράγγι κι ανεβαίνοντας στην τύχη σε μια από τούτες τις σκάλες, μπήκαμε σκυφτοί από μια σκοτεινή είσοδο. Τα σκαλιά κατέληγαν σε μια αίθουσα που τη φώτιζε μ’ ένα τρεμοφέγγισμα από πάνω το φρεάτιο ενός φωταγωγού. Σιγά σιγά, μια βυζαντινή εκκλησία, περίπλοκη και σκοτεινή, πρόβαλε γύρω μας. Στεκόμασταν κάτω από έναν κεντρικό τρούλο όπου ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός Παντοκράτωρ, με το δεξί χέρι υψωμένο σε ευλογία· και παντού γύρω, στους οκτώ άλλους θόλους, σκιές ήταν μαζεμένες. Χοντρά πεταλοειδή τόξα ξεφύτρωναν από τις κολόνες, οι τοίχοι και τα τόξα ήταν σοβατισμένα και περίτεχνα διακοσμημένα με καφεκόκκινη, κίτρινη, αχνή γαλάζια και σκούρα πράσινη τέμπερα. Στις πλευρές τριγύρω ήταν αγιογραφημένες σκηνές από τον βίο του Χριστού, με τη Βάπτιση στην αρχή να λαμβάνει χώρα μέσα σε καρό νερό, που η αυθαίρετη προοπτική του το ανύψωνε σ’ έναν καταρράκτη όμοιο με αντίσκηνο. Οι πολύχρωμοι Ευαγγελιστές, ο Σολομών με πλήρη ένδυση και στέμμα κι ο Ηλίας μ’ έναν λαμπρό μανδύα αγριοκοίταζαν απ’ τις κολόνες. Κόκκινες ορθογώνιες ραφές στο δάπεδο πετύχαιναν ένα ομοίωμα πλακόστρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας συνηθισμένης βυζαντινής εκκλησίας ήταν απόλυτη.

Ο επόμενος κώνος είχε μέσα έναν ακόμα πιο περίτεχνο ναό ψηλά στην κορυφή, στο τέλος μιας σκοτεινής μητριαίας ανόδου. Η εκκλησία, πλούσια ζωγραφισμένη με Προδοσίες και Μυστικούς Δείπνους, είχε αψίδα, τρούλο και θόλους· κλίτη δεξιά κι αριστερά και εικονοστάσι και νάρθηκα· ωστόσο –και τόσο πειστική ήταν η μίμηση μιας συμβατικά κατασκευασμένης εκκλησίας, που μας πήρε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσουμε την παραδοξότητα– τρεις από τις τέσσερις κολόνες είχαν γκρεμιστεί από το κιονόκρανο και κάτω. Η εναπομείνασα μας γεννούσε μια αίσθηση ανασφάλειας, σάμπως να ήμασταν παιδιά κάτω από ένα τραπέζι που ως εκ θαύματος στεκόταν σ’ ένα πόδι μόνο. Τα ζωγραφισμένα τόξα συνέκλιναν σε τρία «λοφία» που κρέμονταν εκεί σαν σταλακτίτες. Μονάχα τότε έγινε ολότελα φανερή η αλλόκοτη φύση αυτών των εκκλησιών. Μονάχα τότε θυμηθήκαμε την πελώρια, τυφλή, πέτρινη μήτρα που πίεζε απ’ όλες τις πλευρές και που, μέσα της, μοναχοί του δέκατου και του δωδέκατου αιώνα, σχεδιάζοντας το περίγραμμα των εισόδων με το σκεπάρνι και το καλέμι πάνω στην άδεια όψη του βράχου, είχαν με τρόπο τόσο εκπληκτικό σκάψει τα λαγούμια τους. Ποια πιο καθαρή απόδειξη μπορούσε να βρεθεί για τη βυζαντινή αυστηρότητα από τούτο το σκάψιμο, σε πείσμα κάθε δυσκολίας και αρχιτεκτονικής ανάγκης, αντιγράφων με τόση ακρίβεια; Ούτε μια λεπτομέρεια δεν αγνοήθηκε. Νάρθηκας, τρούλος, κολόνα, τόξο και βασιλική πελεκήθηκαν μέσ’ από το σκοτάδι με τόση σιγουριά σαν να ήταν πλίνθος βαλμένη πάνω σε ηλιοφώτιστη πλίνθο από τους εκκλησιαστικούς κτίστες της Θεσσαλονίκης και του Βυζαντίου.

Το σιωπηλό δέος ενός απίστου-2
(Rab Lawrence)

Οι εκκλησίες είναι δεκάδες και τα γειτονικά ερημητήρια πλήθη. Κάθε δεύτερος κώνος έχει σκαφτεί σε θαλάμους όμοιους με κυψέλες, ώσπου, μερικές φορές, να γίνει κούφιος από τη βάση ώς την κορυφή, σαν σάπιο δόντι. Πού και πού το σκοτεινό εσωτερικό έχει μέγεθος μικρού καθεδρικού ναού. Περιστασιακά, εκεί που ο βράχος είναι λεπτός, οι εύθραυστες πλευρές έχουν πέσει, εκθέτοντας στον ανοιχτό αέρα τους ζωγραφισμένους προφήτες και αγγέλους. Οι περισσότεροι, όμως, απεικονισμένοι σε άκαμπτες ιερατικές στάσεις, είναι κρυμμένοι στο κρύο μισοσκόταδο του βράχου: οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, στηρίζοντας ανάμεσά τους τον Τίμιο Σταυρό, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος με το φωτοστεφανωμένο του κεφάλι σ’ ένα πινάκιο, ενώ μια εξυπηρετική καμπύλη στα φυλλώματα μιας μικρογραφίας δέντρου σώζει από το σκάνδαλο τη γύμνια του αγίου Ονούφριου. Το πρόσωπο που εμφανίζεται πιο συχνά –γιατί η Καππαδοκία, τον καιρό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, ήταν η γενέτειρά του– είναι ο προστάτης της δικής μας νήσου, ο άγιος Γεώργιος. Με πανοπλία, κόκκινο μανδύα και βαρύ κράνος, σε άπειρες αναπαραγωγές, τεντώνεται από τη σέλα του λευκού του αλόγου για να βυθίσει τη λόγχη του στις φιδίσιες κουλούρες αναρίθμητων δράκων. Eνα αιώνιο σύθαμπο περιβάλλει τούτα τα σηκωμένα μπροστινά πόδια του αλόγου και τους επιθανάτιους σπασμούς του δράκου. Κάθε φορά που βγαίναμε όμως, η ίδια πυρακτωμένη, εκτυφλωτική λάμψη μάς σφυροκοπούσε. Εξω από τις σκιερές εκκλησίες, βρισκόμασταν ξανά στο βασίλειο της ακηδίας, στη γη του βασιλίσκου, του Πανισμού και του Δαιμονίου Μεσημβρινού. Η μέρα έδειχνε στάσιμη, θαρρείς και ο Ιησούς του Ναυή, δίνοντας στον ουρανό απόχρωση μπλε του κοβαλτίου, είπε «στήτω ο ήλιος».

Eπειτα, σκαρφαλώνοντας σ’ ένα αντέρεισμα στο μέσον ενός φαραγγιού, βρεθήκαμε να κοιτάζουμε μια βαθιά κοιλάδα, πράσινη από τις φυλλωσιές δαμασκηνιών και αγριομηλιών, που έριχναν τη σκιά τους σ’ ένα φιδωτό ποταμάκι. Τα πλαϊνά του φαραγγιού, επίσης, ήταν σκεπασμένα με τον άναρχο απόγονο ενός αμπελώνα: οι τελευταίες ρίζες από κλήματα και οπωρώνες που φύτεψαν εδώ οι μοναχοί πριν από μία χιλιετία. (Οι ευσεβείς μουσουλμάνοι της Καππαδοκίας πίνουν ακόμη έναν αραιό ωχρό ζύθο, όχι πολύ διαφορετικό από τα εκλεκτά κρασιά του Ανζού και του Μεν, μιμούμενοι τους χριστιανούς προκατόχους τους.) Η ερημιά εξανθρωπίστηκε. Καθώς κοιτούσαμε, ένα σμήνος από περιστέρια πέταξαν στο φαράγγι με ένα ξαφνικό θρόισμα και μ’ όλα τα φτερά να αντιφεγγίζουν ταυτόχρονα τον ήλιο, καθώς έκαναν κύκλο και κάθισαν σε έναν απ’ τους περιστερώνες που είχαν λαξεύσει για τα πουλιά οι εξαφανισμένοι μοναχοί. Είναι οι μόνοι επιζώντες.

Το σιωπηλό δέος ενός απίστου-3
(Melanie Bateman)
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή