Ένα μεσημέρι με τον Παντελή Βούλγαρη στο Αθηναϊκόν

Ένα μεσημέρι με τον Παντελή Βούλγαρη στο Αθηναϊκόν

Με τον Παντελή Βούλγαρη, στο Αθηναϊκόν, μιλάμε για την Αθήνα του ’60 και του ’70, για τα στέκια των καλλιτεχνών και την ταξιδιάρικη ζωή του σκηνοθέτη, για τη μακαρονάδα του Χατζιδάκι και ένα ανέλπιστο φαγοπότι στον Γράμμο

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν αρχίσω να κάνω ταινίες, έβγαινα βόλτες στις γειτονιές και έψαχνα να δω τι είναι αυτός ο τόπος. Μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο στα λεωφορεία, στα τρένα, στα τρόλεϊ. Έπαιρνα ένα λεωφορείο από τη Μενάνδρου που πήγαινε κάτω στη θάλασσα, πέρναγα στη Σαλαμίνα απέναντι, που είχε ταβερνάκια. Πήγαινα πρωί πρωί, μου έφτιαχναν μια ομελέτα και καθόμουν και έγραφα ιδέες, τα σεναριάκια μου. Το ’60 τόσο. Τότε υπήρχαν οι παραγκουπόλεις, η Δραπετσώνα. Την ήξερα απέξω και ανακατωτά, χωρίς να έχω υπόψη μου να κάνω ταινίες. Ήταν μια επαφή με αυτό το πράγμα που λέγεται κόσμος, συνθήκες, πρόσωπα, κουβέντες, ήχοι. Αφού εδώ είναι το σπίτι μου, αυτό προσπαθούσα να καταλάβω. Η περισσότερη ζωή μου ήταν πάνω σε αυτή την ανάγκη, που ίσως δεν είναι ανάγκη, μπορεί να είναι χάρισμα, κάτι πολύ εσωτερικό. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσα να μείνω κάπου έξω. Ούτε ανάγκη το είχα, ούτε το ζήτησα, ούτε το έψαξα ποτέ. Μου άρεσε εδώ».

Έχει περασμένο το μπράτσο του στην πλάτη της καρέκλας, είναι ζεστά ντυμένος, πουλόβερ, παντελόνι και μπερές σε σκούρο μπλε, ναυτικό. Κάθεται στο τραπέζι υπό γωνία, η σωστή στάση του σώματος σε ουζερί, για τσιμπολόγημα και κουβέντα. Μιλάει σιγαλόφωνα. Ο Παντελής Βούλγαρης, ο σημαντικότερος εν ζωή Έλληνας σκηνοθέτης, ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Θα έλεγα ο πιο λαϊκός από τους auteurs, πολυγραφότατος, με ένα τρυφερό σινεμά, λιτό και ανθρώπινο, που εισδύει στην ανθρώπινη κατάσταση με κατανόηση και ενσυναίσθηση, ένας τολμηρός στοχαστής, που παρατηρεί με μάτια λαίμαργα την κοινωνία, την Ελλάδα, την ιστορική κίνηση, τον άνθρωπο. «Όταν κάναμε τις Νύφες, βάλαμε μια αγγελία στις εφημερίδες και ζητούσαμε νέους ηθοποιούς από ηλικία τόσο έως τόσο. Στην οντισιόν βλέπω σε μια καρέκλα μια γυναίκα γύρω στα 60. Λέω: “Εσείς;”. Μου λέει: “Διάβασα την αγγελία, θέλω να με δείτε, θέλω να ζήσω μια μέρα τέτοια στη ζωή μου”. Και λέω ελάτε, περάστε μέσα. Μου λέει: “Κύριε Βούλγαρη, εγώ είμαι συνταξιούχος, δούλευα στην τράπεζα και θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι: Έχασα τον γιο μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ξέρετε τι κάνω τα βράδια; Έχω βρει ένα μπουζουξίδικο στη γειτονιά μου και πηγαίνω, κάθομαι στο τελευταίο τραπέζι, ακούω ένα-δυο τραγούδια κι έπειτα φεύγω”. Και βρίσκομαι μπροστά σε μια ιστορία που είναι καλύτερη από τις Νύφες. Δεν έπαιξε στην ταινία».

Διαβάστε τη συνέχεια στο gastronomos.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή