«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»
η-κυψέλη-ο-κόσμος-μας-όλος-562747066

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»

Παλιοί κάτοικοι και μαγαζάτορες, μετανάστες, αλλά και το «νέο αίμα» της Κυψέλης, μιλούν στην «Κ»: Ενα φωτογραφικό οδοιπορικό στην πιο πολυσυζητημένη αθηναϊκή γειτονιά των τελευταίων χρόνων μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων της.

Φωτογραφίες: Νίκος Κοκκαλιάς
Ακούστε το άρθρο

Η Κυψέλη αποτελεί τον ορισμό της μητροπολιτικής γειτονιάς. Καταρχάς, έχει το αστικό παρελθόν της: τη δεκαετία του ’30 εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί αστοί, «σηκώθηκαν» αρχοντικές κατοικίες, αλλά και οι πρώτες πολυκατοικίες της Αθήνας. Μερικές δεκαετίες αργότερα ήρθαν και οι πρώτοι μετανάστες στη γειτονιά, με αρκετά κύματα να ακολουθούν από εκεί κι έπειτα. Πέρασε μια φάση υποβάθμισης, αλλά τα τελευταία χρόνια, ως είθισται σε πολλές τέτοιες γειτονιές του κόσμου, πήρε και πάλι τα πάνω της, συστήνοντας ένα ανανεωμένο πρόσωπο στους κατοίκους της, που την ανακαλύπτουν και την αγαπούν από την αρχή. 

Ολοι αυτοί οι μικρόκοσμοι συνυπάρχουν σήμερα στο σύμπαν της Κυψέλης. Οσες φορές και αν έχει ακουστεί, η λέξη «πολύχρωμη» είναι η πιο σύντομη οδός για να χαρακτηρίσει κάποιος αυτή την αθηναϊκή γειτονιά. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-1
Η Πλατεία Αγίου Γεωργίου, μία από τις πολλές πλατείες της Κυψέλης και το σημείο από όπου η Κυψέλη άρχισε να αναγεννάται τα τελευταία χρόνια. Φωτ.: Shutterstock

Πίσω από δρόμους, πλατείες, μαγαζιά, νεοκλασικά μπαλκόνια, η Κυψέλη «αγκαλιάζει» αυτούς που την έκαναν αυτό που είναι: τους ανθρώπους της. Αυτούς αναζητήσαμε για να μας πουν τις προσωπικές ιστορίες τους, που τελικά είναι η μεγάλη, συλλογική ιστορία αυτού του τόπου. 

Ο Παναγιώτης Παναγιωτίδης αγαπά την Κυψέλη επί σχεδόν έναν αιώνα

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-2
«[Οταν ήρθαμε το 1938] βρήκαμε μια Κυψέλη όπως είναι στα τραγούδια, με μονώροφα και διώροφα σπίτια, γλύκα σκέτη».

«Είμαι vegetarian», λέει ο Παναγιώτης Παναγιωτίδης όσο διαλέγει τα ψιλά που έβγαλε από την τσέπη του για να αγοράσει μερικά δαμάσκηνα. Τον ερχόμενο Απρίλιο θα κλείσει τα 99, και τι να πρωτοδιαλέξει κανείς από το εκρηκτικό κοκτέιλ αυτού του σχεδόν ενός αιώνα ζωής, που τον βρίσκει «κοτσονάτο» και γεμάτο ιστορίες. 

Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1925 και η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός, συνήθιζε καμιά φορά να του μιλάει τουρκικά -όπως λέει, σχεδόν όλοι στο νησί τότε γνώριζαν τη γλώσσα των γειτόνων. Οι ξένες γλώσσες, λοιπόν, μπήκαν στη ζωή του νωρίς και έως σήμερα δεν τις έχει εγκαταλείψει: μιλάει, πέρα από ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, λίγα τουρκικά, και αυτό το διάστημα έχει βάλει πείσμα να μάθει πορτογαλικά με βιβλία αυτοδίδακτης μεθόδου. 

Το 1938 έφυγε με την οικογένειά του από το νησί και ήρθαν στην Αθήνα. «Βρήκαμε μια Κυψέλη όπως είναι στα τραγούδια, με μονώροφα και διώροφα σπίτια, γλύκα σκέτη. Είχε χωματόδρομους πατημένους με οδοστρωτήρα. Η Επτανήσου ήταν “blind street”», λέει ο κύριος Παναγιωτίδης, εξηγώντας ότι κάποτε η οδός αυτή ήταν μονόδρομος. Την Κυψέλη την αγαπά άνευ όρων, σε όλες τις φάσεις που την έχει ζήσει τα τελευταία 85 χρόνια: «Και τώρα έχει τσιμέντο, “so, what?”».

Του αρέσει να πετάει αγγλικά ανάμεσα στις κουβέντες του. Ισως και να είναι κατάλοιπο από τη «θητεία» του στις ΗΠΑ, όπου βρέθηκε για κάνα δυο χρόνια τη δεκαετία του ’50. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1968, όταν είχε ξεσπάσει η Χούντα, και έμεινε έως και το 1981. Ως πιανίστας, έπαιζε στα σαλόνια των μεγαλύτερων ξενοδοχείων της Νέας Υόρκης. 

Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη -πάντα στην Κυψέλη-, «άφησε» πίσω στις ΗΠΑ την κόρη του, η οποία βρίσκεται ακόμη εκεί, μαζί με τα εγγόνια και τα δισέγγονά του, πλέον, αλλά «έφερε» μαζί ένα μυστικό που του έμαθε ένας «σοφός» του πιάνου. «Είχα ένα κόλπο. Μου το είπε ένας γέρος πιανίστας στην Αμερική, ένα ανθρωπάκι φαλακρό και αδύνατο, που έπαιζε τη δεκαετία του ’30. Μου είπε: “Είσαι καλός. Οταν πας στην Ελλάδα, στα ξενοδοχεία θα ζητάς τον διευθυντή και θα του λες πως είσαι πιανίστας και θες να συνεργαστείς μαζί τους. Αν σου πει να πας να παίξεις πέντε λεπτά στο σαλόνι να σε ακούσει, θα του λες όχι, τι να καταλάβει ο άλλος σε πέντε λεπτά; Θα του αντιπροτείνεις να έρθεις το ίδιο βράδυ να παίξεις για τέσσερις ώρες, άνευ αμοιβής. Θα δεις, όλοι τρελαίνονται. Και επειδή είσαι και καλός, όσα ζητήσεις θα στα δώσει», θυμάται με ένα ύφος πονηριάς ο παλιός Κυψελιώτης.

Και έτσι συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να παίζει πιάνο στα μεγάλα ξενοδοχεία, της Αθήνας πια, ακολουθώντας πάντα τη συμβουλή του «γκουρού» Αμερικανού πιανίστα. Τώρα, πλέον, παίζει πιάνο στο σαλόνι του σπιτιού του. Και, έχοντας αδυναμία στην κινηματογραφική μουσική, γυρνάει ξανά και ξανά, μέσα από τα πλήκτρα του κλαβιέ του, στη μουσική του Χένρι Μαντσίνι από το «Summer of ’42».

Η Βεατρίκη Χαμαλίδη κάποτε έπαιζε κρυφτό με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-3
«Πότε μου άρεσε περισσότερο η Κυψέλη; Μα όταν ήμουν νέα!». 

Ανηφορίζοντας προς τη Νέα Κυψέλη, οι ρυθμοί σαν να αλλάζουν. Ολα εδώ κυλούν πιο ήρεμα και η περιοχή διατηρεί στα δρομάκια της κάτι πιο αρχοντικό – είναι η «Νεάπολη της Κυψέλης», θα λέγαμε. 

Εκεί γεννήθηκε το 1938 η Βεατρίκη Χαμαλίδη και έκτοτε δεν έφυγε ποτέ -απλώς μετακινήθηκε λίγους δρόμους. Ανοίγει με χαμόγελο το σπίτι της, που είναι σαν να καθρεφτίζει την ιστορία όλη της παλιάς, καλής Αθήνας. Δεν αργείς να καταλάβεις πως σχετίζεται κάπως με τις τέχνες και τα γράμματα. 

Πράγματι, ο πατέρας της Βεατρίκης Χαμαλίδη ήταν ο ζωγράφος Αργύρης Στυλιανίδης. Πίνακές του, με τα χαρακτηριστικά δέντρα και τις γεωμετρικές ανθρώπινες μορφές, γεμίζουν το σαλόνι της. Η Βεατρίκη Χαμαλίδη κάθεται στο σκαμπό που βρίσκεται στο κέντρο του δωματίου μαζί με τις σημειώσεις της και εξιστορεί τη ζωή της και μαζί, ουσιαστικά, την ιστορία του ιδιαίτερου τόπου της. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-4
Τα έργα του ζωγράφου πατέρα της, Αργύρη Στυλιανίδη, κοσμούν το σαλόνι της Βεατρίκης Χαμαλίδη. 

Ανακαλεί εικόνες που πολλοί από εμάς μόνο σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες έχουμε δει: θυμάται την οδό Βελβενδού ως ρέμα, αλλά και την ξακουστή Φωκίωνος Νέγρη, που επίσης ήταν ρέμα όταν γεννήθηκε η κ. Χαμαλίδη, να έχει στις δύο πλευρές της ρυάκια όταν πρωτοφτιάχτηκε. Την Πλατεία Κυψέλης, «εκεί όπου κάποτε έρχονταν τα τρόλεϊ από την Αθήνα», να έχει έναν πολύ μεγάλο βράχο. Τη Δημοτική Αγορά να είναι η μοναδική ολόκληρης της περιοχής. Από εκεί αγόραζαν όλοι μαναβική. Και, βέβαια, τα στέκια μιας άλλης εποχής: πέρα από το Select, που ήταν και το αγαπημένο της, η Βεατρίκη Χαμαλίδη θυμάται να πηγαίνει ως νεαρή στην ταβέρνα Θράκα, στο ζαχαροπλαστείο Οριεντάλ και στο σινεμά Κυψελάκι. 

Θυμάται, φυσικά και στιγμές που δεν ήταν τόσο χαρμόσυνες, ιδιαίτερα από την περίοδο της Κατοχής και των χρόνων που ακολούθησαν: «Μια μέρα μάς χτύπησαν την πόρτα οι αστυνομικοί και είπαν στον πατέρα μου να πάει στο τμήμα γιατί ήθελαν να τον ρωτήσουν ορισμένα πράγματα. Ο Τάκης Κηλαηδόνης (σ.σ.: μπαμπάς του Λουκιανού) είχε μπει στο ΚΚΕ και είχε έντονη δράση. Τον είχαν πιάσει και πήγε εξορία. Και επειδή ήμασταν οικογενειακοί φίλοι με τους Κηλαηδόνηδες, έπιασαν τον πατέρα μου και τον βασάνισαν κιόλας για να τους μιλήσει. Γύρισε πίσω καταματωμένος και η μαμά μου λιποθύμησε στη θέα του. Ηταν πάρα πολύ έντονα τα πάθη τότε», λέει με μια ηρεμία που αναπόφευκτα φέρνει η απόσταση του χρόνου. 

Οι δύο οικογένειες μοιράζονταν πολλά. Η Βεατρίκη Χαμαλίδη ήταν συμμαθήτρια με τον Κώστα Κηλαηδόνη, αδερφό του μουσικού «Καουμπόι», ενώ ο Λουκιανός έμαθε πιάνο από τη μητέρα της κυρίας Χαμαλίδη, που την είχε δασκάλα. Και ο Κώστας, με τη σειρά του, που ήταν ζωγράφος, είχε για δάσκαλο τον πατέρα της. Ως παιδιά, η Βεατρίκη, ο Κώστας και ο Λουκιανός έπαιζαν συχνά κρυφτό. «Μια μέρα πήγαμε λίγο πιο πάνω, στη Δελβίνων, για να κρυφτούμε σε έναν θάμνο, και από μέσα βγήκε ένας αντάρτης και μας είπε “Φύγετε από εδώ παλιόπαιδα”», αφηγείται. Κατόπιν, η μικρή Βεατρίκη γύρισε στο σπίτι της και ο πατέρας της την καθησύχασε διαβάζοντάς της κάποιο ποίημα του Βάρναλη, αντί για παραμύθι, όπως συνήθιζε. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-5
Η Βεατρίκη Χαμαλίδη αφηγείται ακούραστα ιστορίες και συμβουλεύεται τις σημειώσεις της. 

Ο κύκλος της οικογένειας της Βεατρίκης Χαμαλίδη ήταν άνθρωποι του πνεύματος. Μέχρι και σήμερα θυμάται άπειρα ονόματα και συνδέσεις μεταξύ όλων αυτών. Ακούγοντας τις ιστορίες που υφαίνονται, ξεχωρίζει αυτή σύμφωνα με την οποία ο πατέρας της συνήθιζε να κάθεται και να πίνει κρασί με τον μουσικό Μανώλη Σκουλούδη, σε ένα «τυφλό» δωμάτιο που είχε ζωγραφίσει για τον ποιητή Κούλη Ζαμπατά. Αυτό που δεν ήξεραν, όμως, όσο τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, ήταν πως στο δωμάτιο υπήρχε μια καταπακτή στην οποία κρυβόταν η ιστορική μορφή του ΚΚΕ, Νίκος Πλουμπίδης.

Την Κυψέλη η Βεατρίκη Χαμαλίδη δεν θέλησε να την αφήσει ποτέ. Ακόμα και όταν αγόρασε κάποτε με τον σύζυγό της σπίτι στη Βάρκιζα, όπου περνάει μόνο τα καλοκαίρια της. Εννέα δεκαετίες εκεί, ποια εποχή της Κυψέλης ξεχωρίζει; «Μα, όταν ήμουν νέα!», λέει και μετά γελάει, πριν μας κεράσει πάστα φλώρα με χειροποίητη μαρμελάδα. 

Η Εφη Πιρουνίδη τυλίγει καριόκες στο Μαρτίν εδώ και μισό αιώνα

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-6
«Τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει η περιοχή, βλέπω τους πελάτες που με ρωτάνε γι’ αυτήν».

Στα 60s, η Εφη Πιρουνίδη δούλευε σε άλλο ζαχαροπλαστείο, όταν ένας νεαρός ζαχαροπλάστης, που είχε κατέβει στην Αθήνα από την Ξάνθη με τις βαλίτσες του, αλλά και με όλα τα μυστικά της ζαχαροπλαστικής που είχε μάθει στην πόλη του, την είδε και… «τη βούτηξε», όπως λέει σήμερα η κυρία Εφη χαριτολογώντας, με τσαγανό που θυμίζει μορφές από παλιές ελληνικές ταινίες. 

Ο νεαρός ήταν ο Δημήτρης Πιρουνίδης και οι δυο τους από το 1970 μοιράζονται τη ζωή τους, αλλά και το ζαχαροπλαστείο Μαρτίν, που έχει μείνει εντυπωσιακά αναλλοίωτο στον χρόνο. Αν και βρίσκεται στην άλλη πλευρά της Πατησίων, στη συμβολή των οδών Μοσχονησίων και Αγαθουπόλεως, μια ανάσα από την Πλατεία Αμερικής, θεωρείται κλασικό κυψελιώτικο στέκι. Ακόμα και η ίδια η κυρία Εφη και ο σύζυγός της, που μένουν πλησίον του ζαχαροπλαστείου, θεωρούν τους εαυτούς τους Κυψελιώτες. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-7
Κάθε λογής μοσχομυριστά και «παλαιάς κοπής» γλυκά βγαίνουν από το εργαστήριο του Μαρτίν. 

Τα ζαχαροπλαστεία, άλλωστε, είναι στο DNA της περιοχής. Ενα από τα πιο θρυλικά στέκια της Φωκίωνος Νέγρη, το Select, που σήμερα είναι καφέ, ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο και στα τραπεζάκια του είχαν καθίσει, με μια πάστα Σεράνο, όλοι οι σταρ μιας άλλης εποχής, από τη Μαρινέλλα μέχρι τη Σοφία Βέμπο και από τη Μάρθα Καραγιάννη μέχρι τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Οπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου που μπαινόβγαιναν στο θρυλικό κέντρο Media Luz (αυτό που έχει τραγουδήσει και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης).

Μα και η πελατεία του Μαρτίν είναι εκλεκτή: όπως λέει η κυρία Εφη. Στην ουρά για ένα κουτί γλυκά έχουν στηθεί ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, μεταξύ πολλών άλλων. Αυτοί που το ξέρουν το προτιμούν, ακόμα και αν χρειάζεται να έρχονται μια στο τόσο στην Αθήνα από την Κόρινθο, όπως ένας σταθερός πελάτης του μαγαζιού που ψωνίζει, μάλιστα, από το ζαχαροπλαστείο και για τους γείτονές του. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-8
«Κυρία Εφη, μια καριόκα για τον δρόμο!».

Το Μαρτίν, που πήρε το όνομά του από μια προγιαγιά του Δημήτρη Πιρουνίδη, είναι καθαρά οικογενειακή υπόθεση: ο κύριος Δημήτρης φτιάχνει όλα τα γλυκά -«Είναι μεγάλη υπόθεση η τέχνη της ζάχαρης», λέει ενώ από το εργαστήριό του βγαίνουν πάστες, μηλόπιτες, τσουρέκια, κουραμπιέδες και, φυσικά, το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού, οι καριόκες Ξάνθης. Η κυρία Εφη τις τυλίγει μία-μία, τις αγκαλιάζει με ένα ασημί χαρτάκι και κολλάει από πάνω το αυτοκόλλητο με τα κόκκινα γράμματα. Παρότι τα παιδιά της δεν ακολούθησαν την τέχνη της ζαχαροπλαστικής, τα εγγόνια της έρχονται καμιά φορά να τη βοηθήσουν στο τύλιγμα.

Η πελατεία πάει κι έρχεται, η Κυψέλη αλλάζει -«Τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει η περιοχή, βλέπω τους πελάτες που με ρωτάνε γι’ αυτήν», λέει η κυρία του μαγαζιού- πάντως, πότε δεν πέρασε από το μυαλό του ζευγαριού να αλλάξει το μαγαζί ή να το αφήσει. Γι’ αυτό, η κ. Εφη Πιρουνίδη θα συνεχίσει να δίνει με πλατύ χαμόγελο μια καριόκα στο χέρι σε όποιον περνάει από το μαγαζί, για όσο πάει. 

Ο Γρηγόρης Βαζλανατζής είναι εδώ και 35 χρόνια πίσω από τον πάγκο της πιο θεατρόφιλης κάβας της Αθήνας

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-9
«Για εμένα η Κυψέλη είναι η ζωή μου. Αλλά ακόμα και για τους Κυψελιώτες που έφυγαν, η Κυψέλη συνεχίζει να είναι η ζωή τους». 

Τη δεκαετία του ’60, με μετρημένες επτά βαλίτσες, η οικογένεια του Γρηγόρη Βαζλανατζή έφυγε από την Πόλη για την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο μικρός Γρηγόρης ήταν μόλις 7 ετών όταν πήγαινε στο γήπεδο της ΑΕΚ και πουλούσε φιστίκια μέσα σε ένα κασελάκι. Δεν τον πίεσε κανείς γι’ αυτό, αλλά δεν ήθελε να είναι βάρος στην οικογένειά του, που τα οικονομικά της ήταν δύσκολα. Τα βράδια κοιτούσε από την κλειδαρότρυπα τον πατέρα του που γυρνούσε από τη δουλειά και έτρωγε ό,τι είχε απομείνει από τις μπριζόλες που είχαν φάει νωρίτερα ο Γρηγόρης με τα αδέρφια του, μαζί με λίγο ψωμί. 

Αυτά αφηγείται βουρκωμένος, αλλά και χωρίς να χάνει το χαμόγελο και το στεντόριο γέλιο του, ο Γρηγόρης Βαζλανατζής, πίσω από τον πάγκο της ομώνυμης κάβας επί της οδού Κυψέλης. Βλέπετε, η ζωή τού τα έφερε έτσι ώστε τα τελευταία 35 χρόνια να βρίσκεται στο τιμόνι της πιο ξακουστής κάβας της περιοχής. Στο μαγαζί βέβαια μετρά περισσότερα χρόνια, αφού προηγουμένως δούλευε ως υπάλληλος. Οταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης θέλησε να πουλήσει την επιχείρηση, ο Γρηγόρης, μαζί με τον αδερφό του, που πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί, την αγόρασαν. 

Η πατίνα του χρόνου έχει απλώσει στρώσεις πάνω και πέρα από την κίτρινη πινακίδα της πατροπαράδοτης κάβας, με τους ξηρούς καρπούς και τα ζαχαρωτά της, που δεν επιδέχεται νεωτερισμούς, είναι «όπως παλιά».

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-10
Μια κάβα «όπως παλιά» και στα ζαχαρώδη της. 

«Εχει μια ταυτότητα το μαγαζί, λες “Θα πάω στον Γρηγόρη να πάρω ξηρούς καρπούς”. Τώρα να έλεγαν “Θα πάω στον Γρηγόρη να πάρω εφημερίδα”, ε, δεν θα μου πήγαινε», λέει, εξηγώντας πως ουδέποτε θέλησε να αλλάξει κάτι στην κάβα, όπου περνάει κυριολεκτικά τη μισή ζωή του: «Δώδεκα ώρες την ημέρα είμαι εδώ. Πιο πολύ με βλέπει το μαγαζί παρά το σπίτι». Εξάλλου κρατάει μόνος του το μαγαζί, με λίγη βοήθεια από τη σύζυγό του όταν χρειάζεται. 

Δεν πρέπει να υπάρχει θεατράνθρωπος που δεν έχει μασουλήσει ξηρούς καρπούς από τον Γρηγόρη, αφού κολλητά στο κατάστημα βρίσκεται το θέατρο Αλέκος Αλεξανδράκης – Ριάλτο. Μία από τις πολυάριθμες σκηνές της πάντα θεατρόφιλης Κυψέλης, το οποίο, μάλιστα, πριν από πολλές δεκαετίες είχε ξεκινήσει ως θερινό σινεμά.

Ηθοποιοί, σκηνοθέτες και θεατές πριν από την παράσταση, ή στο διάλειμμα, πετάγονται να πάρουν ένα σακουλάκι από τον Γρηγόρη -οι πιο ενθουσιώδεις ξαναπερνούν και μετά το τέλος της παράστασης για να πάρουν και ένα μεγαλύτερο σακουλάκι για το σπίτι. Αν κάποιοι το ξεχάσουν, ο Γρηγόρης έχει τον τρόπο του: «Κώστα, δεν πήρες τα φουντούκια σου!», φώναζε κάποτε στον Κώστα Βουτσά, διακωμωδώντας μια σκηνή από τη «Νύχτα Γάμου».

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-11
Δεν υπάρχει άνθρωπος του θεάτρου που δεν έχει πάρει ένα σακουλάκι ξηρούς καρπούς από τον Γρηγόρη (και μετά άλλο ένα για το σπίτι).

Γι’ αυτόν η Κυψέλη έχει κάτι το αρχοντικό, που, ακόμα και αν έχει εκλείψει, συντηρείται από τις παλιές γυναίκες και τους άντρες που βάζουν τα καλά τους και κρεπάρουν τα μαλλιά τους (οι κυρίες) πριν από τη βόλτα τους. 

Κυψελιώτης ο Γρηγόρης δεν έγινε ποτέ. Οχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί η γυναίκα του είχε σπίτι στον Περισσό, οπότε δεν χρειάστηκε ποτέ να φύγει από εκεί. Παρ’ όλα αυτά, «Για εμένα η Κυψέλη είναι η ζωή μου. Αλλά ακόμα και για τους Κυψελιώτες που έφυγαν, η Κυψέλη συνεχίζει να είναι η ζωή τους».

Η Ελίζαμπεθ και η Τσεχάι Ταντέσε έχουν φτιάξει μια μικρή γαστρονομική Αιθιοπία στην Κυψέλη

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-12
«Ε, η Αιθιοπία είναι η πατρίδα μας! Τη σκεφτόμαστε συνέχεια». 

Πριν από 27 χρόνια η Τσεχάι Ταντέσε ήρθε από την Αιθιοπία στην Ελλάδα. Λίγο μετά ακολούθησε και η αδερφή της, Ελίζαμπεθ Ταντέσε, που είναι ζωγράφος. Μάλιστα στην πατρίδα της είχε σπουδάσει σε σχολή καλών τεχνών, αλλά ήρθε εδώ και οι δυο τους έκαναν διάφορες δουλειές τα πρώτα χρόνια τους στη χώρα. 

20 χρόνια πριν, όμως, με τις οικονομίες που είχε κάνει η Τσεχάι, αλλά και με την οικονομική βοήθεια από την τρίτη αδερφή της οικογένειας, η οποία βρίσκεται στις ΗΠΑ όπου εργάζεται ως γιατρός, οι δύο αδερφές κατάφεραν να ανοίξουν στην οδό Νάξου το Lalibela, ένα παραδοσιακό αιθιοπικό εστιατόριο, που διασχίζοντας το κατώφλι του νιώθεις πως μεταφέρεσαι απευθείας στην Αφρική. 

Τρία παραδοσιακά ψάθινα τραπεζάκια -όπου βάζουν τους μεγάλους δίσκους με το φαγητό-, καθένα καλυμμένο με ένα ύφασμα στα χρώματα της αιθιοπικής σημαίας, βρίσκονται στο κέντρο του μαγαζιού, μαζί με μια μπανανιά. Λίγο πιο πέρα, στο βάθος, ένα μικρό καλυβάκι που μοιάζει με φαντεζί φάτνη είναι το μέρος όπου αλέθουν και σερβίρουν τον παραδοσιακό αιθιοπικό καφέ, που συνοδεύεται από ποπ κορν με ζάχαρη. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με πίνακες της Ελίζαμπεθ, παραδοσιακές φορεσιές και πινακάκια με το αιθιοπικό αλφάβητο.

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-13
Αυτή η «κάτι-σαν-φάτνη» είναι η γωνιά του μαγαζιού στην οποία οι δύο αδερφές αλέθουν και ψήνουν επί τόπου αιθιοπικό καφέ. 

Από την πρώτη στιγμή που ήρθαν στην Ελλάδα, οι δύο αδερφές έμειναν στην Κυψέλη, όπου βρίσκεται και το εστιατόριό τους. Μιλάμε, εξάλλου, για μια περιοχή βαθιά συνδεδεμένη με τη μετανάστευση: πρώτοι ήρθαν τη δεκαετία του ’60 οι εσωτερικοί μετανάστες από τα νησιά -εξού και καθένα έχει την οδό του στην Κυψέλη. Επειτα άρχισαν να έρχονται Αραβες και Αφρικανοί φοιτητές που εγκαταστάθηκαν εκεί, με την αφρικανική κοινότητα να είναι ακόμα μεγάλη στην περιοχή. Εξάλλου, στα σύνορα της Κυψέλης με το Πολύγωνο βρίσκεται και η αιθιοπική εκκλησία της Αθήνας.

Της Ελίζαμπεθ της αρέσει εδώ, λέει πως περνούν ωραία. Της αρέσει και ο καιρός που «είναι σαν της πατρίδα μας». Παρόλο που τα ελληνικά της είναι πολύ σπαστά, τη λέξη πατρίδα την προφέρει πιο καθαρά από όλες. Αυτό που δεν τους αρέσει είναι η πολλή γραφειοκρατία που αντιμετώπισαν σχετικά με την άδεια παραμονής τους, που πλέον πρέπει να την ανανεώνουν κάθε τρία χρόνια. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-14
Μπορεί κανείς να χαζεύει για ώρες τα διάφορα αφρικανικά αντικείμενα που υπάρχουν στο Lalibela. Εδώ μια ζωγραφιά του Αγίου Γεωργίου. 

Στο μαγαζί έρχονται φυσικά Αφρικανοί, αλλά και τουρίστες και πολλοί Ελληνες. Οι αδερφές χαίρονται που οι επισκέπτες δείχνουν ενδιαφέρον για τον πολιτισμό τους και φροντίζουν να τον προβάλλουν περισσότερο με εκδηλώσεις. Κάθε πρώτο Σάββατο του μήνα έχουν μπουφέ, στον οποίο ετοιμάζουν 15 επιπλέον αιθιοπικά φαγητά και έχουν και χορευτικό σόου. Πέρα από αυτό, ράβουν και ρούχα τα οποία τα παρουσιάζουν σε παραδοσιακά fashion shows που γίνονται σε άλλους χώρους, όπως η Δημοτική Αγορά. 

Το «best seller» που βγαίνει από την κουζίνα τους είναι το doro wat, ένα πιάτο με καυτερό κοτόπουλο. Στους Αιθίοπες αρέσει το φαγητό τους να καίει -του βάζουν ένα μίγμα που λέγεται μπερμπερέ– και να το τρώνε με τα χέρια. Μαχαιροπίρουνα δεν χρησιμοποιούν, αλλά έχουν το ψωμάκι τους, μια μαύρη λεπτή πίτα που λέγεται injera, σαν «σκεύος», που τρώνε μαζί με το περιεχόμενό του. Παραδοσιακά κάθονται στο πάτωμα και συχνά ταΐζουν ο ένας τον άλλον. Το πρώτο δεν συμβαίνει στο Lalibela, το δεύτερο μπορείτε να το επιχειρήσετε. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-15
Αυτόν τον πίνακα τον έχει ζωγραφίσει η Ελίζαμπεθ. Είναι ο αγαπημένος της από αυτούς που κοσμούν τους τοίχους του εστιατορίου. 

Οι αδερφές Ταντέσε δεν σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Κάθε έξι μήνες, βέβαια, επισκέπτονται την πατρίδα τους και όλη η οικογένεια ενώνεται ξανά. Εξάλλου τους λείπει η χώρα τους: «Ε, η Αιθιοπία είναι η πατρίδα μας! Τη σκεφτόμαστε συνέχεια». 

Οταν επισκεφθείτε το Lalibela αναζητήστε έναν πίνακα με μικρά αγόρια -από αυτούς που έχει φιλοτεχνήσει η Ελίζαμπεθ, αυτός είναι ο αγαπημένος της. Επειτα ρωτήστε την Τσεχάι αν φτιάχνει καλό παστίτσιο. Η αδερφή της λέει πως το κάνει τέλειο -ακόμα και αν δεν μπορείτε να το γευτείτε εδώ. 

Ο Μπενουά Ντουραντέν, από το Παρίσι, προσγειώθηκε σαν Μετεωρίτης στη Φωκίωνος Νέγρη

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-16
«Αν η Κυψέλη ήταν βιβλίο, μάλλον θα ήταν κάποιο με πολλούς ήρωες, που θα είχε δυο-τρεις τόμους και θα ήταν τυπωμένο σε λεπτό χαρτί». 

«Εχω ένα πρόβλημα με την ιδέα της αλήθειας», λέει ο Μπενουά Ντουραντέν με φιλοσοφική χροιά, καθισμένος σε ένα από τα vintage καναπεδάκια που έχει έξω από τον Μετεωρίτη, το βιβλιοπωλείο του. Τον ερχόμενο Ιανουάριο, το κατάστημα θα κλείσει πέντε χρόνια στη Φωκίωνος Νέγρη, την πλατεία-πνεύμονα της γειτονιάς, που αρκεί κανείς να τη διασχίσει από τη μια άκρη στην άλλη για να καταλάβει τι εστί Κυψέλη: ο τόπος στον οποίο οι παλιές Αθηναίες περνούν δίπλα από τους πολύχρωμους μετανάστες, λογής-λογής ντόπιοι πίνουν ράθυμα τον καφέ τους και βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους, εκεί όπου η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης δεν σταματά να είναι δραστήρια και τα πρακτορεία ΟΠΑΠ είναι μεγαλύτερα και από καφετέριες. 

Εκεί, λοιπόν, ένας αεικίνητος Γάλλος, με σπαστά ελληνικά αλλά σύνθετη σκέψη, άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο φροντισμένο στον πόντο. Στα ράφια του θα βρει κανείς από κλασικά βιβλία μέχρι μικρές ξενόγλωσσες συλλογές σπάνιων εκδόσεων στα ιαπωνικά και τα κουρδικά, βιβλία από δεύτερο χέρι, αλλά και τόμους αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα σε όλα αυτά, δίπλα στο ταμείο υπάρχει και ένα φωτεινό t-shirt που γράφει «Kypseli».

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-17
Στον Μετεωρίτη συνυπάρχουν στα ράφια βιβλία κλασικά, ξενόγλωσσα, μεταχειρισμένα και νέες σπάνιες εκδόσεις. 

Πέρα από τις λέξεις, στον Παριζιάνο φαίνεται να μιλούν και οι εικόνες. Στη φιστικί πρόσοψη του βιβλιοπωλείου κρέμεται και μια σημαία που δείχνει μια κυψέλη (κυριολεκτικά) και έναν μετεωρίτη. Ονόμασε έτσι το βιβλιοπωλείο γιατί «κάτι του έκανε» η λέξη, μα κυρίως γιατί το όνομα δεν άρεσε στον πατέρα του, άρα θεώρησε ότι αυτό σημαίνει πως είναι ένα καλό όνομα – γιατί η αύρα αντιδραστικότητας κάποιους δεν τους εγκαταλείπει ποτέ. 

Ο Μπενουά Ντουραντέν έχει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω του, σαν ένας λογοτεχνικός ήρωας που πηδάει από τις σελίδες ενός βιβλίου σε άλλο, με μαξιλάρι ασφαλείας το άλλοθι της φαντασίας. Στην Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν 15 χρόνια. Ηρθε όταν ξέσπασε η κρίση και από το 2016 έχει εγκατασταθεί στην Κυψέλη. Αποφεύγει να πει πού βρισκόταν πριν την Ελλάδα, έκανε «άλλες δουλειές, είχε άλλες ζωές». Οταν μετακόμισε στη γειτονιά, «η Κυψέλη ήταν αλλιώς, είχα φίλους που δεν ήθελαν να έρθουν εδώ. Και σιγά-σιγά ανέβηκε, με μαγαζιά όπως το “It’s a Βίλατζ”. Εως τότε, η πλατεία Αγίου Γεωργίου ήταν νεκρή», λέει. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-18
Ο Μετεωρίτης είναι μια φρέσκια πινελιά στην αειθαλή Φωκίωνος Νέγρη.

Από τα πράγματα που ήθελε να κάνει στη ζωή του θεωρεί πως δεν έκανε τίποτα. Δείχνει πάντως να το ήθελε αυτό το βιβλιοπωλείο, ακόμα και αν όλα ήρθαν κάπως τυχαία στη ζωή του, μέχρι και η ίδια η Κυψέλη. «Δεν ξέρω πώς λειτουργεί ο Μετεωρίτης. Ειναι σαν μια συνταγή που αλλάζεις τις αναλογίες και τα αρώματα. Και κάπως πετυχαίνει. Το ότι έρχονται άνθρωποι και από άλλες περιοχές και εδώ βρίσκουν πράγματα που δεν θα βρουν αλλού, για εμένα είναι επιτυχία», παραδέχεται. 

Τον ρωτάω ποιο βιβλίο θα ήταν η Κυψέλη. Δυσκολεύεται, αλλά λέει πως μάλλον θα ήταν κάποιο με πολλούς ήρωες, που θα είχε δυο-τρεις τόμους και θα ήταν τυπωμένο σε λεπτό χαρτί. Τρόπον τινά, πάλι μίλησε με μια εικόνα. 

Η Αναστασία σερβίρει ποτά στο «It’s a Βίλατζ», εκεί που κάποτε ο Βίγκο Μόρτενσεν τα έπινε μόνος του 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-19
«Εχουν ανοίξει πάρα πολλά μαγαζιά, σε κάθε γωνιά βλέπεις και ένα καινούργιο. Αυτό σου δημιουργεί και μια ασφάλεια ότι μπορείς να κυκλοφορείς εδώ όλες τις ώρες».

Πριν από επτά χρόνια, η Αναστασία αποφάσισε να μετακομίσει στην Κυψέλη. Σπούδαζε στο κέντρο και στη συνέχεια ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τότε δούλευε, παράλληλα, στα Εξάρχεια, οπότε η Κυψέλη ήταν μια πολύ βολική επιλογή για να κινείται με ευκολία στην καθημερινότητά της. 

«Ηταν η τέλεια περιοχή για εμένα. Ηταν κέντρο, αλλά όχι αυτό που λέμε “καράκεντρο”», εξηγεί. Πριν από την Κυψέλη είχε ζήσει στα Εξάρχεια και στο Παγκράτι και η αλήθεια είναι πως ήταν πρακτικός, κυρίως, ο λόγος που επέλεξε την περιοχή όπου μένει μέχρι και σήμερα. Αλλά, δεδομένου ότι έβγαινε κιόλας στην Κυψέλη, δεν άργησε να τη νιώσει σαν το σπίτι της. 

Πριν επίσης από επτά χρόνια άνοιγε σε μια γωνιά της Πλατείας Αγίου Γεωργίου το «It’s A Βίλατζ», το μπαρ που, όσοι έχετε επισκεφτεί βράδυ την Κυψέλη, σίγουρα έχετε βρεθεί να πίνετε κάτι στην μπάρα του ή στα τραπεζάκια του έξω στην πλατεία. Οταν, βεβαίως, έκανε τα πρώτα του βήματα ένα μπαρ στην Κυψέλη, όσο και αν ήταν μια «επιστροφή στις ρίζες» για τους ανθρώπους του μαγαζιού που προέρχονται από την περιοχή, επιχειρηματικά είχε ρίσκο.

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-20
Οποια ώρα της ημέρας και αν περάσεις από το «It’s a Βίλατζ» θα βρεις κόσμο στα τραπέζια του. 

Τα πράγματα, όμως, δεν θα μπορούσαν να έχουν πάει καλύτερα για τη νυχτερινή ζωή της Κυψέλης. Η πλατεία Αγίου Γεωργίου έγινε στέκι των μιλένιαλ τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι άρχισαν να μετακομίζουν… μαζικά στην Κυψέλη, που δεν είχε ταραχθεί ακόμη από το «gentrification» που έκανε για πολλούς απλησίαστα τα ενοίκια σε άλλες cool γειτονιές, όπως το Παγκράτι και το Κουκάκι. Εκτοτε, τα μπραντσάδικα, οι new age φούρνοι και φυσικά τα μπαρ δεν σταμάτησαν να φυτρώνουν στην Κυψέλη, με βασική «πιάτσα» την πλατεία Αγίου Γεωργίου και, αισίως, την Αγίας Ζώνης, την ανερχόμενη γωνιά της περιοχής. 

«Εχουν ανοίξει πάρα πολλά μαγαζιά, σε κάθε γωνιά βλέπεις και ένα καινούργιο. Αυτό σου δημιουργεί και μια ασφάλεια ότι μπορείς να κυκλοφορείς εδώ όλες τις ώρες», λέει η Αναστασία πίσω από την μπάρα του «It’s a Βίλατζ», στο οποίο δουλεύει τα τελευταία δυόμισι χρόνια, αλλά το γνωρίζει περισσότερα ως θαμώνας. 

«Η Κυψέλη, ο κόσμος μας όλος»-21
Η Αναστασία μαζί με συνάδελφό της στον «πίσω» χώρο του μαγαζιού, που συχνά φιλοξενεί και εκθέσεις. 

Στα τραπεζάκια του μαγαζιού, αλλά και όλης της πλατείας, το πρωί βλέπεις ανθρώπους που δουλεύουν στα λάπτοπ τους, το μεσημέρι παλιούς και νέους Κυψελιώτες να τρώνε και το βράδυ περαστικούς από όλη την Αθήνα να πίνουν μπίρες και κοκτέιλ -αν είστε τυχεροί, μπορεί να πετύχετε και κανέναν οσκαρικό ηθοποιό, μιας και στο «It’s a Βίλατζ» κάποτε είχε πάει ο Βίγκο Μόρτενσεν να πιει ένα ποτό μόνος του. Πέρα από το μείγμα ανθρώπων που θα δει κανείς στην Κυψέλη, στην Αναστασία αρέσει ότι εδώ «έχεις τη δυνατότητα να κάνεις πολλά πράγματα. Να πιεις καφέ, να ψωνίσεις, να πας θέατρο, να βγεις».

Και, όπως φαίνεται, δεν είναι η μόνη. «Το βλέπω και από τον κύκλο μου, όλο και περισσότεροι φίλοι μου έρχονται εδώ», λέει. Η «αναγέννηση» της Κυψέλης έχει επιτελεστεί και η ανάπτυξή της μόνο θα μεγαλώνει, όπως φαίνεται, από εδώ και πέρα. Πόσο μάλλον όταν ανοίξει το μετρό στην Πλατεία Κυψέλης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή