Γιατί δεν γιορτάζουμε την 24η Ιουλίου 1974
SPECIAL REPORT
50 χρόνια από το Πολυτεχνείο: Αποθέωση και απομυθοποίηση
  1. Αν δεν είχε γίνει η εξέγερση;
  2. Τι πέτυχε η γενιά του Πολυτεχνείου
  3. Γιατί δεν πέρασε στο σινεμά
  4. Γιατί δεν γιορτάζουμε την 24η Ιουλίου 1974
  5. Τι σημαίνει η επέτειος για τους μιλένιαλ
  6. Οδός Ηρώων Πολυτεχνείου
  7. Πώς έγινε γιορτή και διδακτέα ύλη
  8. 14 Φεβρουαρίου 1973: η πρώτη εισβολή στο ΕΜΠ
  9. Tι μου λέει το Πολυτεχνείο σήμερα;

Γιατί δεν γιορτάζουμε την 24η Ιουλίου 1974

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν απέκτησε περιωπή εθνικής επετείου

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η 24η Ιουλίου 1974 αποτελεί την επιτομή αυτού που ονομάζουμε «ιστορική ημέρα». Ωστόσο, δεν έγινε ποτέ εθνική επέτειος. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας πάντοτε μνημονεύονται στα μέσα ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα εκδίδουν ανακοινώσεις, ο εορτασμός πολύ γρήγορα υποβαθμίστηκε σε ένα κοσμικό γεγονός ήσσονος σημασίας. Στην εποχή μας πλέον αφορά μόνον όσους και όσες προσκαλούνται στη δεξίωση του-της Προέδρου της Δημοκρατίας και τους δημοσιογράφους που σχολιάζουν τις εμφανίσεις των προσκεκλημένων και το πρωτόκολλο. Δεν αφορά όμως την κοινωνία, η οποία στην πλειονότητά της αγνοεί τόσο το γεγονός όσο και τον εορτασμό.

Βέβαια, η πρώτη επέτειος της 24ης Ιουλίου, το 1975, ήταν πολύ διαφορετική. Ηταν αργία για όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και γιορτάστηκε με κάθε δυνατή επισημότητα στην Αθήνα, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά οι εκδηλώσεις επισκιάστηκαν από τις κινητοποιήσεις που οργάνωσαν δύο από τις πιο δυναμικές κοινωνικές ομάδες της εποχής: οι φοιτητές και οι οικοδόμοι. Στις 23 Ιουλίου η συγκέντρωση των οικοδόμων που απεργούσαν υπήρξε ιδιαίτερα μαζική, αλλά η αστυνομία τους εμπόδισε να κάνουν πορεία, κάτι που οδήγησε σε εκτεταμένες συγκρούσεις. Οι διαδηλωτές ύψωσαν οδοφράγματα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία η οποία έπνιξε το κέντρο της πόλης στα δακρυγόνα. Οι επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις μια μέρα μετά έκαναν λόγο για «διάφορα στοιχεία είτε ανήκοντα εις ποικιλωνύμους αριστεράς εξτρεμιστικάς οργανώσεις είτε πρόσωπα ύποπτα διά δράσιν και επί δικτατορίας». Μετά τους επεισοδιακούς εορτασμούς του 1975, ο τρόπος εορτασμού άλλαξε ριζικά. Στις 21 Ιουνίου του 1976 ανακοινώνεται στον Τύπο ότι η επέτειος πρόκειται να γιορταστεί με δεξίωση στον Κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Καμία συγκέντρωση δεν πήρε άδεια να πραγματοποιηθεί και οι δημόσιες υπηρεσίες λειτούργησαν κανονικά. Εκείνη τη χρονιά καθιερώθηκε ένα πρωτόκολλο, το οποίο με κάποιες μικρές αλλαγές ισχύει μέχρι σήμερα. Γιατί δεν καθιερώθηκε, λοιπόν, εθνική επέτειος;

Η θεσμοθέτηση των εθνικών επετείων δεν βασίζεται σε κριτήρια αμιγώς ιστορικά. Με άλλα λόγια, το εάν είναι σημαντικό ή όχι ένα ιστορικό γεγονός είναι δευτερεύον· γι’ αυτό δεν θεωρούνται αξιομνημόνευτες όλες οι ιστορικές στιγμές μιας χώρας ούτε φυσικά εορτάζονται. Για τη μετατροπή ενός γεγονότος σε ιστορική επέτειο είναι αναγκαίο να συντρέχουν μια σειρά από άλλες προϋποθέσεις. Η πολιτική εξουσία επιλέγει από το παρελθόν εκείνα τα γεγονότα των οποίων η μνημόνευση, καθώς και το αντίστοιχο αφήγημα που παράγεται για το παρελθόν να λειτουργεί συσπειρωτικά και όχι διαιρετικά για το εθνικό σώμα και ενδυναμώνει την εθνική ταυτότητα. Συνήθως, βασικό συστατικό είναι η ύπαρξη ενός εξωτερικού εχθρού, όπως συμβαίνει με τις επετείους της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου. Η 24η Ιουλίου, όμως, δεν παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Ο εξωτερικός εχθρός υπάρχει μεν (η Τουρκία), αλλά δεν νικήθηκε και το έθνος κάθε άλλο παρά ενωμένο ήταν. Επιπλέον, ο εορτασμός της αποκατάστασης της Δημοκρατίας θα έφερνε τις πολιτικές δυνάμεις και την ελληνική κοινωνία σε τεράστια αμηχανία. Κι αυτό γιατί η επέτειος δεν θα συνδεόταν με κάποια εθνική επιτυχία ή νίκη, αλλά με μια εθνική τραγωδία – την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να εορτάζει κάτι, που στην Κύπρο ήταν ένα βαθύ τραύμα. Τέλος, και εξίσου σημαντικό, στην περίπτωση της 24ης Ιουλίου απουσίαζε ένας καθοριστικός παράγοντας, που είναι ο πρωταγωνιστής των εθνικών επετείων: ο λαός.

Η Ελλάδα δεν μπορούσε να εορτάζει κάτι, που στην Κύπρο ήταν ένα βαθύ τραύμα.

Σε σύγκριση με την 24η Ιουλίου, η εξέγερση του Πολυτεχνείου μπορούσε αρκετά ευκολότερα να μετατραπεί σε «τόπο μνήμης» στην πολιτική συγκυρία της Μεταπολίτευσης. Το αφήγημα που προέκυπτε ήταν από την πρώτη στιγμή καθαρό, εύληπτο και συμβολικά ισχυρό. Η αντίσταση των φοιτητών εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος μπορούσε να ενταχθεί στην «αντιστασιακή παράδοση» του έθνους. Κυρίως η 17η Νοεμβρίου είχε ένα συλλογικό υποκείμενο, όπως πρέπει να διαθέτουν οι επέτειοι, ώστε να διαμορφώνουν μια ελκυστική εικόνα του συλλογικού εαυτού. Οπως στην 25η Μαρτίου το συλλογικό υποκείμενο ήταν το επαναστατημένο έθνος και στην 28η Οκτωβρίου ήταν ο λαός και ο στρατός που πολέμησαν για την υπεράσπιση της πατρίδας, έτσι και τη 17η Νοεμβρίου ήταν οι φοιτητές, αλλά και ο λαός που αγκάλιασε τη φοιτητική εξέγερση. Επιπλέον, η βίαιη και αιματηρή καταστολή της από το χουντικό καθεστώς δημιουργούσε αφενός νέους ήρωες που μπορούσαν να ενταχθούν στο πάνθεον των αγωνιστών για την ελευθερία και αφετέρου ένωνε την ελληνική κοινωνία απέναντι σε έναν κοινό αντίπαλο, τους εχθρούς της Δημοκρατίας. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, ότι ήταν μια επέτειος που καθιερώθηκε «από τα κάτω», από την ίδια την κοινωνία (τους φοιτητικούς συλλόγους, τις πολιτικές νεολαίες, τους απλούς πολίτες, κ.ά.). Ενώ μέχρι το 1981 η κυβέρνηση δεν είχε αναγνωρίσει ούτε συμμετείχε στον εορτασμό, εντούτοις κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες πολίτες συνέρρεαν στις εκδηλώσεις που οργανώνονταν στον χώρο του Πολυτεχνείου και συμμετείχαν στην πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία. Ο επίσημος εορτασμός της 17ης Νοεμβρίου θεσπίστηκε με τον νόμο 1543/1985, για να τιμηθεί, όχι μόνον η εξέγερση αλλά συνολικότερα «ως έμπρακτη απόδοση της οφειλόμενης από το έθνος τιμής στην αντίσταση κατά του δικτατορικού καθεστώτος». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος αυτός ήταν συνέχεια του νόμου 1285/1982 για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ άλλων, ο αντιδικτατορικός αγώνας συνδέθηκε με την Εθνική Αντίσταση και μετατράπηκε σε αφήγημα ιστορικής συνέχειας, το οποίο κωδικοποιήθηκε στο σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο».

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης για πολλούς νέους και νέες που δεν είχαν ζήσει τα γεγονότα, η μνήμη της εξέγερσης λειτούργησε με την ίδια δυναμική που θα λειτουργούσε μια προσωπική εμπειρία· με άλλα λόγια, έγινε το δικό τους ηρωικό παρελθόν. Eνα παρελθόν το οποίο δεν είχαν ζήσει, αλλά επέλεξαν να υιοθετήσουν ως δικό τους. Κάθε χρόνο στους εορτασμούς για την επέτειο του Πολυτεχνείου χιλιάδες νέοι σε όλη την Ελλάδα έβρισκαν στο παρελθόν μια κοινή πολιτική αλλά και συναισθηματική αφετηρία για να μιλήσουν για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν στο παρόν. Το σύνθημα «εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» είναι ενδεικτικό αυτής της ταύτισης, αλλά και μιας αίσθησης αγωνιστικού καθήκοντος που δημιουργούσε το συγκεκριμένο γεγονός. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου απέκτησε τέτοια συμβολική βαρύτητα στη συλλογική μνήμη ώστε με το πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκε στη δημόσια σφαίρα η εντύπωση ότι η χούντα έπεσε εξαιτίας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ότι η αντίσταση εναντίον της χούντας ήταν μαζική.

Το αφήγημα

Τελειώνοντας, οι επέτειοι δεν συνδέονται τόσο με την ιστορική βαρύτητα κάποιων γεγονότων του παρελθόντος όσο με το κατά πόσον μπορούν αυτά τα γεγονότα να ενταχθούν και να υπηρετήσουν ένα προϋπάρχον αφήγημα για τον συλλογικό εαυτό. Το αφήγημα αυτό, κατά κανόνα, αναδεικνύει και επιβεβαιώνει τις «διαχρονικές» αρετές του έθνους-λαού, που καλείται να γιορτάσει και να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις και τελετές που γίνονται εκείνη την ημέρα. Η 24η Ιουλίου, παρά την προφανή ιστορική σημασία της, δεν μπορούσε να επιτελέσει αυτόν τον σκοπό διότι το συλλογικό υποκείμενο δεν έπαιξε ρόλο στις εξελίξεις του καλοκαιριού του 1974 και άρα δεν θα είχε θέση στους τυχόν εορτασμούς που θα διοργανώνονταν. Αντίθετα, η 17η Νοεμβρίου αποκαθιστούσε την εικόνα του συλλογικού εαυτού. Η φοιτητική εξέγερση του 1973 είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί σε ιδρυτικό μύθο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Και γι’ αυτό 50 χρόνια μετά η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να εορτάζεται και να συγκινεί την ελληνική κοινωνία.

*Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Η κ. Ελένη Πασχαλούδη είναι ιστορικός.

Ανεπτυγμένη μορφή αυτού του άρθρου περιλαμβάνεται στον τόμο «Εθνικές επέτειοι. Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της Ιστορίας», σε επιμέλεια Χ. Αθανασιάδη και Π. Βόγλη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2023.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή