Φωτογραφία: Petros Karadjias/AP
Ακούστε το άρθρο
Οι υψηλότερες των τελευταίων 21 χρόνων ήταν οι εκπομπές αερίων από τις φωτιές που ξέσπασαν στην Ελλάδα τον Ιούλιο σύμφωνα με την Υπηρεσία Καταγραφής της Ατμόσφαιρας Copernicus (Copernicus Atmosphere Monitoring Service – CAMS).
Ειδικότερα μεταξύ της 1ης και της 25ης Ιουλίου οι εκλύσεις έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ της τάξεως του 1 μεγατόνου άνθρακα – αριθμός σχεδόν διπλάσιος από το προηγούμενο ρεκόρ, που αφορά την ίδια περίοδο του 2007.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις για τον αέρα που αναπνέουμε αναμένεται να είναι ακόμη πιο δυσάρεστες δεδομένου πως τις τελευταίες πέντε ημέρες -από την Παρασκευή μέχρι χθες- οι πυρκαγιές που ξέσπασαν στη χώρα μας ήταν πάνω από 350.
Η ατμόσφαιρα είναι ήδη αποπνικτική στην Αττική εξαιτίας της πυρκαγιάς στην Πάρνηθα, ενώ οι φωτιές στον Εβρο, με δύο μέτωπα, στην Αλεξανδρούπολη και το δάσος της Δαδιάς, καθώς και τα ενεργά μέτωπα σε Ασπρόπυργο, Ροδόπη, Φθιώτιδα και Βοιωτία έχουν επίσης επιβαρύνει τον άερα.
Η «Κ» επιχειρεί να διερευνήσει το θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με τη βοήθεια του Μαρκ Πάρινγκτον, ανώτερου επιστήμονα στο Τμήμα Ανάπτυξης της Υπηρεσίας Παρακολούθησης της Ατμόσφαιρας του Copernicus (CAMS), καθώς και του υπεύθυνου εκστρατείας της Greenpeace για το κλίμα και την ενέργεια, Κωστή Γριμάνη.
Τόσο οι μετρήσεις από τους δορυφόρους όσο και οι έρευνες των ινστιτούτων έχουν δείξει πως οι πυρκαγιές μεγάλης κλίμακας και κατ’ επέκταση οι εκπομπές αερίων έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του αέρα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Αναφερόμενος στην καύση της βλάστησης που απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα ένα ευρύ φάσμα δυσάρεστων χημικών ουσιών, ο Μαρκ Πάρινγκτον επισημαίνει πως από το σύνολο δεδομένων της υπηρεσίας Copernicus (το οποίο βασίζεται σε δορυφορικές παρατηρήσεις), εκτιμάται ότι η μέση ετήσια παγκόσμια συνολική εκπομπή από τις πυρκαγιές ανέρχεται σε περίπου 7 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ενώ για το 2022 το σύνολο ήταν 5,5 δισεκατομμύρια τόνοι.
«Οι πυρκαγιές βλάστησης εκπέμπουν ένα ευρύ φάσμα ρύπων, πολλοί από τους οποίους είναι εξαιρετικά επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αναπνευστικών και καρδιαγγειακών παθήσεων», ανέφερε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι, καθώς οι πυρκαγιές μετακινούνται όλο και περισσότερο στο αστικό περιβάλλον, η ρύπανση αυτή έχει πιο άμεσες επιπτώσεις για όσους ζουν στις πόλεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που επικεντρώνεται σε 10 νότιες ευρωπαϊκές πόλεις, η θνησιμότητα που σχετίζεται με τα PM10 (σωματίδια με αεροδυναμική διάμετρο κάτω των 10 micrometre) ήταν υψηλότερη τις ημέρες που επηρεάζονταν από τον καπνό των πυρκαγιών απ’ ό,τι σε ημέρες χωρίς καπνό. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν επίσης ότι τα μικροσωματίδια από δασικές πυρκαγιές αύξησαν τη θνησιμότητα περισσότερο από άλλες πηγές μικροσωματιδίων.
Κατανοώντας μάλιστα πως η εκτίμηση της θνησιμότητας λόγω της έκθεσης σε δασικές πυρκαγιές που προκαλούν ρύπους αποτελεί το κλειδί για τη διαχείριση των πόρων υγείας, ανέφεραν πως οι δύο κύριοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς είναι η τοποθεσία και, κυρίως, η κλίμακά της (δηλαδή η καμένη έκταση). Ειδικότερα, η έρευνα έδειξε ότι οι μικρές πυρκαγιές δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη θνησιμότητα, ενώ οι μεσαίας και μεγάλης κλίμακας φωτιές έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία, η οποία επιβαρύνεται ανάλογα με το μέγεθος της πυρκαγιάς.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στη Μεσόγειο, ο ερευνητής του ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus επισημαίνει πως, παρότι ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι συνήθως υψηλός γύρω από τη Μεσόγειο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση της έντασης των πυρκαγιών και των εκπομπών αερίων σε συνθήκες καύσωνα, όπως συνέβη τον Αύγουστο του 2021 και τον Αύγουστο του 2007.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο εκστρατείας για το κλίμα και την ενέργεια της Greenpeace, Κωστή Γριμάνη, πρακτικά μιλάμε για έναν φαύλο κύκλο. «Η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής κρίσης προκαλεί φωτιές, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας», επισημαίνει.
Πώς όμως επιβαρύνεται η ατμόσφαιρα ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά κοντά στην πόλη; Ο κ. Γριμάνης θεωρεί πως αυτό συμβαίνει με δύο τρόπους. Με την απελευθέρωση περισσότερου διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και με τις εκπομπές αερίων μετά το σβήσιμο της πυρκαγιάς από την αποσύνθεση του καμένου ξύλου.
«Το 5% με 10% των εκπομπών αερίων σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο είναι από τις πυρκαγιές. Εκτός αυτού, η φωτιά προκαλεί μεγάλη διάβρωση του εδάφους με αποτέλεσμα τα σωματίδια και τα αέρια άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τη καύση του ξύλου. Ολα αυτά έρχονται να προστεθούν στην ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων, τη στιγμή μάλιστα που το πράσινο στις πόλεις είναι ήδη ελάχιστο και τα δάση γύρω από τον αστικό ιστό καίγονται», επισημαίνει ο κ. Γριμάνης.
Ωστόσο, αυτοί δεν είναι οι μόνοι παράγοντες επιβάρυνσης της ατμόσφαιρας, με τους ανθρώπους να βιώνουν τις επιπτώσεις στο μέγιστο όταν είναι σε εξέλιξη ακραίες καιρικές συνθήκες και εν προκειμένω καύσωνας.
«Υπάρχουν πολλές δραστηριότητες που οδηγούν σε αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα επεισόδια σκόνης που πολλές φορές έρχονται από τη Σαχάρα προς την Ευρώπη έχουν οδηγήσει σε αυξημένες επιφανειακές συγκεντρώσεις σωματιδίων σε όλη τη νότια πλευρά και σε αυτή την περίπτωση έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της τοπικής ποιότητας του αέρα. Εκτός αυτού, η καύση ορυκτών καυσίμων σε βιομηχανικές διεργασίες ή για τις μεταφορές (ΜΜΜ) εκπέμπει επίσης διάφορους ατμοσφαιρικούς ρύπους (όπως αιωρούμενα σωματίδια και διοξείδιο του αζώτου) με επιπτώσεις στην ποιότητα του αέρα», εξηγεί ο Μαρκ Πάρινγκτον.
«Ολα αυτά μας οδηγούν στο γεγονός να πρέπει να επανεξετάσουμε και να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε μέσα στις πόλεις. Φυσικά ήρθε η ώρα να πάρουμε στα σοβαρά και το κομμάτι της ανάπλασης των πόλεων. Σύμφωνα με έρευνες, η νότια Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα) είναι το κομμάτι που έχει πληγεί περισσότερο από τις πυρκαγιές από το 1980 έως σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Οπότε, οι δράσεις πρέπει να είναι άμεσες και αποτελεσματικές και στη χώρα μας», καταλήγει ο κ. Γριμάνης.